Μικρός Αντολικός

Προδημοσίευση
απο το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΡΟ».


ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ

Περπατώ στα παλιά χνάρια.
Επιστρέφω σ’ αυτό που ήμουν
στον τόπο που έζησα.

Προσδιορίζω τον χρόνο που άφησα.
Την απόσταση.

Μετρώ την καμένη γη και τον αντίλαλο.

Ντάλα καλοκαίρι, τα μπαχάρια της Ευριπίδου
μου σπάν’ τα ρουθούνια και με καυλώνουν.

Το μουνί της μάνας στην παραλία των γυμνιστών
κι η αλμύρα στον κώλο της
με τη θράκα στην άμμο
αναμμένη τα βράδια για τα ψάρια.

Με τα χέρια τρώγαμε δίπλα στις καλαμιές.
Η γυναίκα και το ψάρι θέλουν χέρι, λέγαν οι παλιοί.

Αθώα χρόνια με μεγάλα κόκκινα κύματα
κι αμνοί στα τσιγκέλια της Βαρβακείου
έχουν τη γλώσσα κρεμασμένη
με τα αίματα να τρέχουν στους υπονόμους.

Βουκολική θυσία μπροστά σε θεατές επί σφαγή
σκυφτούς και με τα χέρια σ’ άδειες τσέπες.

Τα χαϊμαλιά που κρέμονται στην Πλατεία Αβησσυνίας
γυαλίζουν και κουδουνάνε.

Είν’ από φίλντισι τα τάματά μου.

Ένα πόστερ της Άννας Μανιάνι
με τα μαλλιά στα μάτια με κοιτά λάγνα.

Το κωλόμπαρο
ωραία λέξη με ωμέγα
είναι χωμένο στα σκοτεινά σοκάκια
γωνία Σόδομα και Γόμορρα.
Η πινακίδα γράφει «Φρόιντ»
και τα βράδια σερβίρει μπόμπες.

Εκεί σε γνώρισα
Σιλβάνα του Παζολίνι.
Ιερό σεξ με τον χρόνο να τρέχει ανάποδα.

Μου πήρες και το κλειδί.
Οι παλαιοί εραστές είπες δεν το ʼχουν ανάγκη.
Ύστερα μοίρασες την τράπουλα
και χάθηκες στα έθιμα.

Τι κίνηση να κάνω;
Το πιόνι του τρελού
μπρος στη βασίλισσα υποκλίνεται
και το βλέμμα των ανδρών
να συναντιέται στα βυζιά σου.

Ζέστανε, πάτα, άναψε, κάψε είν’ ο ναργιλέ
κι εσύ λούκι, αφιόνι και νταλκάς.

Δεν παρεκκλίνω
ούτε κι αφαιρώ απ’ την υπέρβαση.
Με της Κίρκης το μαγικό ραβδί
μεταμορφώνομαι σε χοίρο.

«Μόνο τα φίδια αλλάζουν δέρμα.
Τι να σου κάνω; Περπάτησαν για χρόνια», είπε
ο τσαγκάρης όταν του πήγα τα παπούτσια.

Αμ, η κατάρα κάποιων οικογενειών
είναι ίδια σ’ όλα τα μέρη του κόσμου.
Ρομανόφ, Κένεντι, Ωνάση, Χέμινγουεϊ
κι ο αφέτης να σε περιμένει στο τέρμα
με το πιστόλι στον αυχένα.

Μεταμορφώνομαι.

Στα χέρια μου φυτρώνουν κάμπιες για δάχτυλα.
Όταν τους κόβω το κεφάλι πετιούνται καινούργια
κι η μεσόκοπη μέτζο σοπράνο στο μπαλκόνι
τραγουδάει a cappella, στα βουβά με χειρονομίες.

Ετοιμόρροπη είν’ η παλιά ξύλινη σκάλα
και τα σανίδια τρίζουν.

Αυτό το σπίτι πατά σε δυο αιώνες.

«Πολλοί ένοικοι περάσαν από δω
κι εσύ δεν θα ʼσαι ο τελευταίος»
λέει η σπιτονοικοκυρά φαφούτα
κουνώντας το γαμψό της δάχτυλο.

Τίποτε δεν θέλει να πει.
Ο ποιητής ονειρεύεται.
Σε μονό κρεβάτι.
Το μονό κρεββάτι λένε προσφέρει ανακωχή.

Ένα χελιδόνι έσκασε με πάταγο στο τζάμι.
Έτσι φαίνεται λήγουν οι καριέρες. Με πάταγο.

Δεν με πιάσει ύπνος με τόσα όνειρα
κι ο ανεμιστήρας πάνω απ’ το κρεβάτι
ίσα που μου δροσίζει τ’ αρχίδια.

Είναι κι αυτή η σιωπή
πάντα αυτή η σιωπή
δεν έχει στόμα
αλλά, ρε πούστη μου, δαγκώνει.

Έτσι που λες είνʼ η κατάσταση των πραγμάτων
αγαπητέ μου Wim*
Στη θάλασσα ξεπλένει η Μήδεια το μαχαίρι.

ΜΙΚΡΟΣ

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ