Η Ξενάγηση

Προδημοσίευση
απο το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΡΟ».


Η ΞΕΝΑΓΗΣΗ
Σουρεαλισμός στα Βαλκάνια εν έτει 2015

Τα μοναστήρια του Αγίου Νικάνορα Ζάβορτας και των Ταξιαρχών στα Γρεβενά, κτισμένα το 1534 και 1815 αντίστοιχα, τα είχα θαυμάσει και κινηματογραφήσει πριν από τον καταστροφικό σεισμό του ʼ95 που τα διέλυσε. Αργότερα δώρισα αρκετά πλάνα στην Αρχαιολογική Υπηρεσία για τη μελέτη της αναστήλωσης και αποκατάστασης των ζημιών. Η φιλία μου με τον Φώτη Τάρα, προεστό και εκκλησιαστικό επίτροπο του Ταξιάρχη Γρεβενών, κρατάει πολλά χρόνια. Το 2015 ζήτησα να μου ανοίξει τη Μονή για να κινηματογραφήσω λεπτομέρειες από την ιστόρηση του καθολικού που ήταν έργο των αδελφών Πιτένη, λαμπρών αγιογράφων από τη Σαμαρίνα.

Μετά το πέρας των λήψεων, για τις ανάγκες μιας ταινίας ντοκιμαντέρ με θέμα τη Βυζαντινή Αγιογραφία στην Ελλάδα, ακολούθησαν μεζεκλίκια με τσίπουρο στο σπίτι του Φώτη που ετοίμασε η γυναίκα του, η χρυσοχέρα Θάλεια. Προς το μεσημέρι, ξεκίνησα με προορισμό το Τσεπέλοβο Ιωαννίνων, διασχίζοντας τη Βάλια Κάλντα στην καρδιά της Ηπείρου. Δύσκολη διαδρομή, ορεινή!

Βγαίνοντας από τον χωματόδρομο στον επαρχιακό δρόμο, αντίκρισα δεξιά μου το ερημωμένο χωριό-φάντασμα της Παλιάς Μηλιάς και μια ταμπέλα με την επιγραφή «Μουσείο Φυσικής Ιστορίας». Θυμήθηκα ότι παλαιότερα είχα διαβάσει ένα άρθρο για τα πολύ σημαντικά παλαιοντολογικά ευρήματα, αλλά και τ’ απολιθώματα που είχαν έρθει στο φως από εργάτες της περιοχής, και μπήκα στον πειρασμό να ρίξω μια ματιά. Μετά από μια διαδρομή ολίγων λεπτών, έφτασα στο μουσείο. Ερημιά παντού και χωράφια ζερβόδεξα. Η είσοδος και τα παράθυρα ήταν κλειστά. Μια πινακίδα ενημέρωνε τους επισκέπτες για τις ώρες λειτουργίας και για περισσότερες πληροφορίες παρέπεμπε σ’ έναν τηλεφωνικό αριθμό.

Αν και ήταν Σάββατο μεσημέρι, είπα να δοκιμάσω. Κάλεσα από το κινητό μου τον αριθμό. Απαντούσε στο καφενείο κάποιου κοντινού χωριού.

«Καλησπέρα σας! Βρίσκομαι έξω από το μουσείο και θα με ενδιέφερε να το επισκεφτώ… Μήπως είναι εύκολο να μου ανοίξει κανείς;» ρώτησα.

«Εδώ είναι καφενείο, αλλά μπορούμε να ειδοποιήσουμε τον φύλακα, μένει εδώ κοντά, πάρτε μας σε δέκα λεπτά αν θέλετε»,αποκρίθηκε μάλλον ο καφετζής στην άλλη άκρη της γραμμής.

Μια πινακίδα στην είσοδο μοστράριζε το πρόσφατο για εκείνη την εποχή Βραβείο Γκίνες που πήρε ένα εύρημα του μουσείου, τοποθετώντας το μικρό χωριό στον παγκόσμιο χάρτη της παλαιοντολογίας. Ήταν οι μεγαλύτεροι χαυλιόδοντες στον κόσμο που ξεπερνούσαν τα πέντε μέτρα. Τα ευρήματα αυτά από τον ημιτελή σκελετό ενός προϊστορικού μαστόδοντα, του Mammut Borsoni, εντοπίστηκαν τυχαία στο αμμορυχείο της Μηλιάς, κοντά στην κοίτη του Αλιάκμονα.

Μπήκα πάλι στ’ αμάξι γιατί το κρύο ξύριζε. Σε δέκα λεπτά ξανακάλεσα. Πριν προλάβω ν’ αρθρώσω λέξη, άκουσα την ανταπόκριση στην άλλη άκρη της γραμμής.

«Ναι… καλησπέρα σας! Εγώ είμαι… εεε… και φύλακας και ξεναγός του μουσείου. Αν είστε ακόμα εκεί, μπορώ να έρθω σε δεκαπέντε λεπτά», μου είπε στο τηλέφωνο.

«Ευχαριστώ, μήπως θέλετε να ʼρθω με τ’ αμάξι να σας πάρω;» ρώτησα ευγενικά.

Αλλά η γραμμή είχε ήδη κλείσει. Περίμενα στ’ αυτοκίνητο ακούγοντας μουσική. Το τοπίο ήταν άκρως βουκολικό. Αγναντεύοντας τον μακρύ δρόμο με τις λεύκες και τις ξύλινες κολόνες με τα σύρματα να χάνονται στο βάθος της κοιλάδας, ξάφνου ένιωσα πολύ Βαλκάνιος.

Μετά από λίγη ώρα, βλέπω τη φιγούρα ενός ηλικιωμένου άντρα να περπατά στη μέση του δρόμου χωλαίνοντας ελαφρά, με μιά αρμαθιά κλειδιά στα χέρια, που κουδουνούσαν κρατώντας σεκόντο στο βήμα του. Βγήκα από τ’ αμάξι και πλησίασα αργά την είσοδο περιμένοντας να ανέβει τα λίγα σκαλιά.

«Πρέπει να πληρώσετε είσοδο», ήταν η πρώτη του φράση, καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα.

«Παρακαλώ, πόσο είναι το εισιτήριο;» ρώτησα.

«Είναι 1,5 ευρώ», αποκρίθηκε ταπεινά, ίσως και με ντροπή για τη χαμηλή τιμή του εισιτηρίου.

Μόλις πλήρωσα το αντίτιμο, μου έκοψε αμέσως το εισιτήριο, όμως, καθώς περνούσα την πόρτα της εισόδου, με σταμάτησε απότομα με σηκωμένη την παλάμη.

«Ώπα! Σας παρακαλώ να περιμένετε για λίγο έξω», είπε.

Δεν έφερα αντίρρηση και βγήκα πάλι στο πλατύσκαλο.

Εκεί περίμενα κάπου τρία λεπτά, αλλά καμιά ανταπόκριση.

Μετά από λίγο, ξανάσπρωξα τη μισάνοιχτη πόρτα της εισόδου. Ένιωσα ένα χέρι να σπρώχνει βίαια από μέσα και να κλείνει την εξώπορτα με δύναμη, αφήνοντάς με ενεό πάλι απ’ έξω μες στην παγωνιά.

«Χτυπήστε το κουδούνι», πρόσταξε δυνατά.

Ξαφνιασμένος ακόμα από την πόρτα που έφαγα στα μούτρα, χτύπησα το κουδούνι. Ο φύλακας επιτέλους μου άνοιξε. Έμεινα εμβρόντητος από το θέαμα, καθώς αντίκρισα τον μικρόσωμο άντρα με μια αμφίεση που θύμιζε σταθμάρχη ξεχασμένης γραμμής τρένου από άλλη εποχή. Φορούσε μπλε σακάκι με δύο άσπρα σιρίτια στα μανίκια και ένα παλιό πηλήκιο, που έμοιαζε να το ʼχε τσουρνέψει από ντουλάπα μακαρίτη. Του έπεφτε μεγάλο, επίσης με δύο σιρίτια και στο χέρι κρατούσε έναν τηλεβόα.

«Μνήσθητί μου, Κύριε!» ψέλλισα.

«Καλησπέρα σας», μου είπε κάνοντας υπόκλιση και συνέχισε:«Σας καλωσορίζω στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Μηλιάς Γρεβενών».

Ήταν η πρώτη φράση της ξενάγησης με την ντουντούκα ανά χείρας στη διαπασών και ύστερα, σαν να μιλούσε σε μεγάλο πλήθος, συνέχισε με μια σοβαρότητα αυστηρού πρωτοκόλλου, λες και είχε καταπιεί κασέτα.

«…σε τυχαία ανασκαφή στο αμμορυχείο της περιοχής, το 1996 βρέθηκαν απολιθώματα και χαυλιόδοντες προϊστορικών ελεφάντων. Ήταν προβοσκιδωτά ζώα που έζησαν πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια, στην περίοδο του Πλειόκαινου, και εξαφανίστηκαν με τους παγετώνες».

Με δυσκολία κρατήθηκα να μην γελάσω από το θέαμα, διότι και αυτός έφερνε ολίγον σε απολίθωμα. Μ’ έπιασε νευρικό γέλιο σε τέτοιο βαθμό, που κοίταζα επίμονα μόνο τα εκθέματα αποφεύγοντας το βλέμμα του, αφενός για να μην αντιληφθεί πως μου ʼχε λυθεί ο αφαλός απ’ τις συσπάσεις, κι αφετέρου διότι η ευσυνειδησία του λειτουργήματός του ως ξεναγού ήταν άκρως συγκινητική.

Πού και που κουτούλαγε με το μέτωπο πάνω στις γυάλινες προθήκες προσπαθώντας, με τον μεγεθυντικό φακό που κρατούσε στο άλλο χέρι, να διαβάσει τους επιστημονικούς όρους που δεν είχε αποστηθίσει φαρσί όπως το κείμενο καλωσορίσματος.

Αφού με ξενάγησε επιμελώς από όλες τις βιτρίνες, τον παρακάλεσα να αφήσει την ντουντούκα, μια που ήμασταν μόνοι στην αίθουσα, και τον ρώτησα αν επιτρεπόταν να φωτογραφήσω κάποια εκθέματα. Αμέσως και χωρίς να φέρει αντίρρηση, άφησε την ντουντούκα σ’ έναν πάγκο και με ευγένεια μου άνοιξε τις προθήκες ώστε να εργαστώ πιο άνετα.

Ο χώρος είχε υγρασία και το φως που έμπαινε από τους φεγγίτες λιγοστό.

Ύστερα από δέκα λεπτά παραμονής για τις ανάγκες των λήψεων, κινήθηκα προς την έξοδο.

Τον είδα να κρεμάει τη στολή της αξιομνημόνευτης αμφίεσης και την ντουντούκα σε μια ντουλάπα δίπλα στην είσοδο κι ύστερα να βάζει τον οβολό μου μαζί με τα εισιτήρια σε ένα μικρό κόκκινο κουτάκι. Στη συνέχεια, αφού έκλεισε το καπάκι, κλείδωσε το κουτί μ’ ένα κλειδί που έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του.

Με είδε ότι τον είδα και, σαν να τον έπιασα στα πράσα, έκλεισε απότομα την ντουλάπα.

Ύστερα από λίγο, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα σχεδόν προσοχή για να με ξεπροβοδίσει.

Τον ευχαρίστησα για την ξενάγηση και μπήκα στο αυτοκίνητο. Έγειρα το κάθισμα του οδηγού προς τα πίσω και ξάπλωσα για να συνέλθω από το τραγελαφικό περιστατικό που μόλις είχε εξελιχθεί μπροστά μου. Έκλεισα τα μάτια και ξανάφερα την αληθινή κι όμως απίστευτη σκηνή πάλι στο μυαλό μου. Κλαυσίγελος!

Μετά από λίγο τον άκουσα να κλειδώνει την εξώπορτα. Ανασηκώθηκα στο κάθισμα βάζοντας τη ζώνη μου και ξεκίνησα τον κινητήρα.

Τον είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά κι ύστερα να παίρνει τον δρόμο του γυρισμού, περπατώντας στο έρημο τοπίο με το εγκαταλειμμένο χωριό-φάντασμα στο φόντο, ανάμεσα από τις λεύκες και τις κολόνες με τ’ ανάποδα φλιτζάνια και τα σύρματα του δικτύου τηλεφωνίας.


Όπως κοιτούσα μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, η σύνθεση του κάδρου με τον μικρόσωμο φύλακα να περπατά χωλαίνοντας στο κέντρο θύμιζε πλάνο από ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα με άκρως βαλκάνια ποιητική αισθητική, όπως εκείνη στα βραβευμένα έργα του «Ο Μπαμπάς Λείπει Ταξίδι για Δουλειές», «Ο Καιρός των Τσιγγάνων» και τέλος στο βραβευμένο αριστούργημά του «Underground», όπου αρχίζει και κλείνει με τη φράση «Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε μια χώρα…»,ενώ στ’ αυτιά μου ηχούσαν τα χάλκινα πνευστά της Φλώρινας.