Στα Χνάρια μιας Ταινίας

Προδημοσίευση
απο το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΡΟ».


ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΜΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ
Μνήμες με την Άννα Συνοδινού – Χειμώνας 1996-1997.


«Πάντα διστάζω πριν πατήσω το κόκκινο κουμπί του κλείστρου. Διστάζω να σταματήσω τον χρόνο εκεί όπου η στιγμή, ίσως μια έκφραση, ακόμα κι ένα συναίσθημα μεμιάς θα γίνουν όλα παρελθόν! Πάντα περιμένω όταν αποχαιρετώ στιγμές, εποχές και ανθρώπους. Ειδικά τους τελευταίους, μέχρι να χαθούν από τη γωνιά του δρόμου, τη στροφή, τη ζωή κι απ’ τη ζωή σου. Πάντα περιμένω λίγο ακόμα…»

Το αιωνόβιο πλατάνι ήταν σχισμένο στη μέση από τον κεραυνό που γείωσε τα σωθικά του. Ούτε δέκα παιδιά δεν παίρναν αγκαλιά τον κορμό του. Ήταν τεράστιο κι απλωνόταν πάνω απ’ τα καμένα κουφάρια των σπιτιών. Σπίτια χωρίς στέγες πια, χτισμένα κάποτε με όνειρα, πέτρα και λάσπη. Εκεί άστραψαν οι κάννες των παλικαριών του Παύλου Μελά κι αργότερα του αντάρτικου. Τόπος; H Δυτική Μακεδονία.

Μερικές οργιές δυτικά, οι όχθες της λίμνης, με τα σύννεφα να επιπλέουν στην επιφάνεια κι η πέτρα που έριξα μπας και τα βουλιάξω, μια προσπάθεια να ταρακουνήσω τη μνήμη. Να ταρακουνήσω τη μνήμη.

Ένα πέταλο χωμένο στη λάσπη έμοιαζε με φωτοστέφανο στρατηλάτη άγιου που έσωσε το διπλανό χωριό απ’ την πανούκλα. Παρακεί ένα Μυστικό του Βάλτου που κάτι ήθελε να σου πει γι’ αυτά τα τοπία στην ομίχλη. Ίσως μια ιστορία που έπρεπε να κλέψεις ή να την κάνεις δική σου.

Οι πλάβες της λίμνης είχαν πατώσει στα ρηχά. Τα παλιά χρόνια μ’ αυτές περνούσαν απέναντι στο πυκνό δάσος. Πάντα πρέπει να διασχίσεις ένα σύνορο για ν’ ανδρωθείς.

Ο βαρκάρης έσυρε την πλάβα στην όχθη και τα δίχτυα στα ρηχά, με τα γριβάδια να σπαρταράνε στα λασπόνερα.


Απ’ το Μοναστήρι της Κλεισούρας ηχούσαν οι καμπάνες του εσπερινού και οι μοναχές στο «Κύριε, εκέκραξα προς Σε» συνέθεταν μια κατάνυξη στο φόντο.

Στο βάθος η χαράδρα και πιο μακριά σερνόταν αργά σαν φίδι νωχελικό ο Αλιάκμων.

Στο χωριό της παλιάς Κρανιώνας είχαν πέσει τα πρώτα χιόνια. Βάδιζα αργά στα χνάρια της Ιστορίας και πίσω μου ακολουθούσε σιωπηλή η Άννα Συνοδινού.

Περπατώντας ανάμεσα στα χαλάσματα, η ιέρεια του ελληνικού θεάτρου εμπνεόταν την ερμηνεία της στον ρόλο της ζωγράφου των Βαλκανικών Πολέμων Θάλειας Φλωρά-Καραβία για τα γυρίσματα που θα ξεκινούσαμε σε λίγες μέρες. Τα βήματά μας στη λάσπη, ανιχνευτικά. Αφουγκραζόμασταν μέσα στη σιωπή μια εποχή που σιγά σιγά ξεπηδούσε απ’ τα βιβλία.

Το έδαφος νοτισμένο με θύμηση και το πυκνό δάσος πίσω απ’ το χωριό δύσβατο. Μέσα στις καστανιές, κρυμμένα ακόμα τα ξωτικά και οι θρύλοι άλλων εποχών.

Στα ορεινά ένας ιμπρεσιονισμός. Μια σύγχυση του μυαλού, σύνορα με την οφθαλμαπάτη. Πάνω στους ορεινούς όγκους διακρίνονταν αμυδρά οι νευρικές μολυβιές της ζωγράφου στα ελλειπτικά περιγράμματα των γυναικείων μορφών, που με τη βοήθεια των μουλαριών μετέφεραν το φορτίο τους, ίσως τροφή και πολεμοφόδια για την πρώτη γραμμή του μετώπου. Έβλεπα τη σχεδόν σκαριφηματική τεχνική της Καραβία πάνω στα χασαπόχαρτα να εικονογραφεί τους τραυματισμένους στρατιώτες, αγκαλιά ακόμα με το όπλο τους. Σκηνές που ξεπηδούσαν απ’ τα έρημα σπίτια του χωριού, όπου άλλοτε στέγασαν τα πρόχειρα νοσοκομεία στα μετόπισθεν.

Βαδίζαμε αργά με την Άννα, βουβοί κι αποσβολωμένοι. Είχαμε μικρή απόσταση ανάμεσά μας και μια έντονη δημιουργική αύρα να μας περιβάλλει.

Έξω απ’ το κατώφλι ενός φτωχικού αντικρίσαμε μια υπέργηρη γυναίκα. Λόγω της έντονης συναισθηματικής φόρτισης που προκαλούσε το δραματικό σκηνικό, μου πήρε χρόνο για να σιγουρευτώ ότι η μορφή αυτή δεν ήταν αποκύημα φαντασίας της επαγγελματικής μου διαστροφής.

Καθόταν σ’ ένα απλάδι. Ντυμένη στα μαύρα, με το τσεμπέρι στην κεφαλή, με τα γλυκά της μάτια να μας κοιτά και τις ρυτίδες μιας μεγάλης ιστορίας στο πρόσωπο, μασούλαγε αργά το παρελθόν. Πού και πού μουρμούραγε κάτι στα βλάχικα στο μικρό κατσικάκι που με στοργή χάιδευε στην αγκαλιά της.

Ήταν τυλιγμένη με μια παλιά κουβέρτα πάνω απ’ το τσιπούνι και στα πόδια φορούσε μάλλινα τσουράπια μέσα απ’ τα λιωμένα της πασούμια.

Στην καμπούρα της κουβαλούσε τα πολλά χρόνια του μόχθου και τον κύκλο μιας επίπονης ζωής. Μικρή νυφούλα, αντάρτισσα, μάνα, αγρότισσα, σοφή γερόντισσα και τώρα σαν μωρό να μπουσουλάει πάλι στον δρόμο της άνοιας.

Η Άννα με αργά βήματα την πλησίασε πρώτη. Συναντήθηκαν στο βλέμμα, όμως με τα μάτια μιας εσωτερικής ενόρασης έγινε η πραγματική αναγνώριση. Καταστάλαγμα αυτής της σιωπηλής επαφής ήταν η ομολογία μιας παραδοχής, καθώς η Άννα μου ψιθύρισε εμπιστευτικά:

«Αυτή είν’ η Μακεδόνισσα που ψάχνεις!»

Έσκυψα να φιλήσω το χέρι της γριούλας και να χαϊδέψω το ζωντανό στην αγκαλιά της. Στα εκφραστικά της μάτια αντίκρισα την καλοσύνη μιας απέραντης μοναξιάς και στα πόδια τις άδικες πληγές του χρόνου.

Η γερόντισσα μας κοίταζε με απορία, σαν να διασχίσαμε τον χρόνο προς τα πίσω. Λες κι ήρθαμε από έναν αλλόκοτο και άγνωστο κόσμο.

Άνοιξα διακριτικά την κάμερα με τα μικρόφωνα για να συλλάβω τη στιγμή, καθώς η Άννα κάθισε δίπλα της στην πεζούλα κάτω από το λουλακί χαγιάτι.

«Αράβντα σ’ τάτσ’ μάκα βρέι σ’ μπανέτζ», ψέλλισε η γιαγιά προς το μέρος μου χαμογελώντας. Χρόνια μετά κατάλαβα ότι μου ʼπε: «Άκουγε και σώπαινε, αν θες να ζήσεις».

Η πείρα πάντα διαβάζει τα σημάδια! Βάζοντας το μάτι στον φακό, διαπίστωσα πως η ηλικιωμένη Μακεδόνισσα έμοιαζε λες κι είχε βγει από πίνακα της Καραβία, όπως εκείνος που σώζεται στο Μουσείο της Παλαιάς Βουλής.

Περπατούσαμε για κάμποση ώρα στο έρημο χωριό ανάμεσα στα περίεργα κατσίκια, που εμφανίζονταν εδώ και εκεί μηρυκάζοντας. Από μακριά οι κουδούνες των προβάτων, ωσάν να κρατούσαν βυζαντινό ίσο, έντυναν μουσικά τη βουκολική σκηνή κι οι τσοπαναρέοι, βέροι Βλάχοι, να σαλαγάνε το κοπάδι με τα ζωντανά καθ’ οδόν για το ποτάμι.

Εντελώς τυχαία, μέσα σ’ ένα ξέφωτο, ανακαλύψαμε ένα τοπίο που θύμιζε ακριβώς το φόντο της μοναδικής φωτογραφίας-ντοκουμέντο που διασώζεται σήμερα, με την Καραβία να ζωγραφίζει στο μέτωπο, την ώρα που ένας στρατιώτης την παρακολουθεί επί το έργον.

Αργότερα, ανάμεσα στα χαλάσματα, βρήκαμε κι ένα παλιό ξύλινο κάρο. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, σε μια σκηνή της ταινίας, σ’ αυτό το κάρο που το ʼσερνε ένα άλογο, φορτώσαμε τη μεγάλη ηθοποιό.

Για τις ανάγκες του ρόλου, η Άννα ήταν κουκουλωμένη με μια μάλλινη κάπα. Φορούσε πλεκτά γάντια και στα πόδια τσόχινες γκέτες πάνω από τα δετά δερμάτινα κοντούρια.

Ζαλωμένη με τις βαλίτσες, τους καμβάδες, τα μολύβια και τις κιμωλίες της, υπέμενε στωικά όπως η ζωγράφος το μαρτύριο του ψύχους καθ’ όλο το ταξίδι, με προορισμό το μέτωπο του πολέμου.

Στη μεγάλη οθόνη, μήνες αργότερα, στα μάτια της Άννας Συνοδινού αντίκρισα το εκστατικό βλέμμα αυτής της γερόντισσας. Όμως η έκφραση αυτή αποτυπώνεται αυτούσια και σ’ ένα γυναικείο πορτρέτο που ζωγράφισε η Φλωρά-Καραβία το 1912 στα μετόπισθεν. Τίτλος του έργου «Μακεδόνισσα με Τσεμπέρι».

Η Φλωρά-Καραβία στο τέλος της ζωής της έμενε στην οδό Γ´ Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα. Δεν έβλεπε πια καλά. Είχε καταρράκτη και έπρεπε να χειρουργηθεί. Μια εγχείρηση που όμως δεν έκανε ποτέ, καθώς ήταν σε προχωρημένη ηλικία.

Ο Γιάννης Τσαρούχης την επισκεπτόταν εκεί τακτικά και εκπλήρωσε μια τελευταία της επιθυμία. Να δουν μαζί μια μέρα στη Γλυφάδα τη θάλασσα!

Στα απομνημονεύματά της έγραφε:

«Τι δύσκολο που είναι το φως της Αττικής. Στην Πόλη όλα είναι εύκολα να τα ζωγραφίσεις. Εδώ πρέπει συνεχώς να επινοείς. Συνεχώς πρέπει να επινοείς …»

Κατά μια μεταφυσική σύμπτωση, το πρωί εκείνης της ημέρας, λίγο πριν απ’ το όρντινο γυρίσματος της συγκεκριμένης σκηνής, μου τηλεφώνησε η Άννα για να με ενημερώσει πως είχε πάθει μια σοβαρή μόλυνση στο αριστερό της μάτι. Της πρότεινα να ακυρώσουμε το γύρισμα, αλλά εκείνη με διέκοψε απότομα λέγοντας:

«Θα αστειεύεσαι, βέβαια! Αυτό δεν είναι σύμπτωση, είναι εντολή!»

Την επομένη ολοκληρώσαμε το γύρισμα με επιτυχία, απολαμβάνοντας την Άννα σ’ ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Στο κοντινό πλάνο της τελευταίας σκηνής, φαίνεται το μολυσμένο μάτι της Άννας γεμάτο με βλέννες. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα, δεν πήρε καμιά φαρμακευτική αγωγή επίτηδες, ώστε να επιδεινωθεί η μόλυνση και την επομένη να φαίνεται πιο δραματική στην κάμερα.

Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά, στη θύμηση αυτή οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες.