Degustation

Προδημοσίευση
απο το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΡΟ».


DEGUSTATION

Όλα ταίριαζαν στην περίσταση εκείνο το βράδυ. Η στιγμή είχε έρθει. Άλλωστε, ήταν υποψήφιος από καιρό. Κατέβηκε στο υπόγειο κελάρι, αποφασισμένος ν’ ανοίξει εκείνο το εκλεκτό κρασί που φύλαγε για τη μεγάλη μέρα. Το θεωρούσε «τεράστιο κρασί και αντάξιο πολύ μεγάλων τελετών».

Η κάβα του ήταν ξακουστή, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη, στρωμένη με κυβόλιθους μπηγμένους στο χώμα, ώστε να κρατά την απαραίτητη υγρασία, αλλά και τη θερμοκρασία χαμηλά. Ζερβόδεξα, εκατοντάδες ξαπλωμένα μπουκάλια στα ράφια, με εξαιρετικές ετικέτες κρασιών διακεκριμένων οινοποιών, απ’ όλα τα φημισμένα αμπελοτόπια του κόσμου. Τα περισσότερα ήταν λευκά και κόκκινα, με μοναδικές ποικιλίες σταφυλής. Ροζέ δεν έπινε, εκτός από ορισμένα ξακουστά της Προβηγκίας και κάποια πιο σπάνια από τις κοιλάδες του Λίγηρα και του Ροδανού. Όλα του θύμιζαν εποχές, ταξίδια, έρωτες, εμπειρίες και αγαπημένους ανθρώπους.

Πλησίασε το ράφι μ’ εκείνα τα παλαιωμένα κόκκινα και άνοιξε μια παλιά ξύλινη κασετίνα, διακοσμημένη με καλλιτεχνική πυρογραφία, που εμπεριείχε ξαπλωμένο ένα μπουκάλι Magnum. Προσεκτικά και με ευλάβεια, σήκωσε το παλαιωμένο κρασί και το ανέβασε στη μεγάλη τραπεζαρία του ισογείου του παλαιού αρχοντικού, που ήταν επενδεδυμένη με σκαλιστή μπουαζερί.

Το κρασί ήταν ένα«Château Petrus». Στην ετικέτα έγραφε μόνο «Petrus», διότι στην περιοχή Πομερόλ, στο Μπορντό της Γαλλίας, ως γνωστόν δεν υπήρχε κάστρο. Κατ’ ευφημισμό, με την πάροδο των ετών, έγινε αποδεκτός ο όρος «Château» για το φημισμένο αυτό κρασί. Η ποικιλία του Merlot 100%. Κορυφαίο και η χρονιά του από τις καλύτερες. Τρύγος του 1985. Τριάντα ετών κρασί, όσο και ο γιος του, που ήταν θαμμένος στα μνήματα του οικογενειακού κτήματος, δίπλα στη μητέρα του. Το εναπόθεσε στο ξύλινο μοναστηριακό τραπέζι κι ύστερα, ως άλλος Γανυμήδης, άρχισε την ιεροτελεστία. Το άνοιξε με προσοχή και μύρισε τον φελλό. Ήταν υγρός, όπως έπρεπε, και, παρά την πολύχρονη ξάπλα της αναγωγικής παλαίωσης στη φιάλη, το κρασί κρατούσε ακόμα καλά. Τα χέρια του έτρεμαν πολύ τα τελευταία χρόνια, αλλά κατάφερε να το μεταγγίσει σε μια κρυστάλλινη καράφα σιγά σιγά και με προσοχή, ώστε να μην περάσει το ίζημα της παλαίωσης. Το άφησε εκεί αρκετή ώρα για ν’ αναπνεύσει, κι ύστερα άρχισε να περιστρέφει την καράφα αργά, βοηθώντας το κρασί ν’ ανοίξει και να ελευθερώσει τα κρυμμένα αρώματά του.

Κοίταζε τ’ αναμμένα σπαρματσέτα στο ασημένιο κηροπήγιο κι αναπολούσε τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια στους τρύγους, τις κωλοτούμπες πάνω στα βουνά με τα τσάμπουρα, τους νεανικούς έρωτες, τα ονειρεμένα ταξίδια, τους παλιούς φίλους και τις μεγάλες απώλειες.

Άνθρωπος καλλιεργημένος, γνώστης του παγκόσμιου αμπελώνα, κριτικός υψηλής γαστρονομίας, καλλιεπής κι ακριβολόγος. Πίστευε πως η γευσιγνωσία απαιτεί μια επαγγελματική διαστροφή για να αγγίξει την τελειότητα, ειδικά στην περιγραφή των κρασιών. Ήταν απόλυτος στους χαρακτηρισμούς. Πρώτα πρώτα για τ’ αρώματα της μύτης, όπως εκείνα τα τραγανά ή τα ευωδιαστά των λευκών ποικιλιών. Του πράσινου μήλου, του ροδάκινου, του άνθους των εσπεριδοειδών, αλλά και του μπουκέτου, με εκείνα τα πολύπλοκα γευστικά χαρακτηριστικά στο στόμα και στην επίγευση, όπως το βούτυρο, τα σπαράγγια, ο ασβεστόλιθος και το ξύλο.

Έλεγε πως το κρασί, από το αμπέλι στο βαρέλι και από κει στο μπουκάλι, μοιάζει με τον άνθρωπο στη διαδρομή της ωριμότητας. Οι μεγάλοι οινοποιοί άντε να ζήσουν εβδομήντα τρύγους στη ζωή τους. Όλα πρέπει να γίνουν τέλεια, ώστε να παραγάγουν κρασιά που θα τους ξεπεράσουν στα χρόνια. Μια απαραίτητη υστεροφημία, που αποτελεί παράδοση αιώνων στον γαλλικό αμπελώνα.

Έτσι κι αυτός, τα ʼχε μελετήσει όλα για εκείνο το βράδυ. Έπιασε την καράφα και γέμισε μια μικρή ποσότητα οίνου σ’ ένα κολονάτο ποτήρι γευσιγνωσίας, όπως εκείνα τα χειροποίητα από κρύσταλλο, τύπου Βουργουνδίας.

Σήκωσε το ποτήρι πιάνοντάς το μόνο με τρία δάχτυλα και χαμηλά από τη βάση του, όπως είθισται, ώστε να μην επηρεάσει η θερμοκρασία του χεριού του το πολύτιμο αυτό αγαθό, που πίνεται στους δεκατέσσερις βαθμούς Κελσίου. Έπειτα το περιέστρεψε αναδεύοντας το σώμα του κρασιού, καθώς το πλησίασε στην πεπειραμένη του μύτη. Είχε πιει κάβες ολόκληρες στη ζωή του και η πείρα του στη γευσιγνωσία ήταν τεράστια.

Το χρώμα στο ποτήρι ήταν όπως έπρεπε, βαθυκόκκινο με κεραμιδί αποχρώσεις, κι όχι βαθύ ρουμπινί, όπως όταν είναι φρέσκο, με τα αρώματα της μύτης να αρμόζουν τέλεια στην περίσταση. Νότες κόκκινων φρούτων, βανίλιας, καπνού, σέλας αλόγου, βρεγμένου ξύλου και νοτισμένης γης. Στο στόμα, στρογγυλό, χωρίς έντονες τανίνες, με το βατόμουρο, το μούρο και τη φράουλα να κυριαρχούν στον ουρανίσκο, με διακριτικά ίχνη καραμέλας, βουτύρου, σοκολάτας, κανέλας αλλά και καβουρντισμένων καρπών. Παρά την πολυπλοκότητά του, όλα ισορροπούσαν άριστα, αναδεικνύοντας το φημισμένο αυτό γαλλικό terroir, με τον περιορισμένο αριθμό μπουκαλιών ετησίως.

Όπως όλοι οι καλοί πότες, έπινε αργά όλο το βράδυ, απολαμβάνοντας το μνημειώδες αυτό κρασί, που αποτελούσε άπιαστο όνειρο και διακαή πόθο πολλών οινόφιλων να τους αξιώσει ο Θεός έστω να δοκιμάσουν μια τέτοια απλησίαστη πολυτέλεια.

Υπήρχε όμως κρυμμένο στο μπουκέτο του κρασιού κι ένα άρωμα δειλό, που ακόμα δεν είχε προσδιορίσει. Ένα δευτερογενές άρωμα, μπερδεμένο με μια έντονη επιθυμία, να στριφογυρίζει στο ζαλισμένο του κεφάλι, που δεν ήταν εύκολο να περιγράψει. Ήταν έντονο, εκρηκτικό, επιθετικό και γεμάτο πίκρα. Είπαμε ήταν ακριβολόγος, όμως όσο η μπουκάλα άδειαζε μέσα στη νύχτα, τόσο πιο δύσκολο ήταν να το ανακαλέσει από μνήμης. Με τα μάτια κλειστά, άκουγε εκστασιασμένος το «Ρέκβιεμ» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ από έναν παλιό δίσκο 78 στροφών.


Προς τα ξημερώματα, η βελόνα του γραμμοφώνου γρατζούναγε ατέρμονα το τέλος του δίσκου. «His Master’s Voice» έγραφε η πλάκα, με τον σκύλο να μην ακούει πια σαστισμένος τη φωνή του αφεντικού του μέσα απ’ το χωνί του φωνογράφου.

Τον βρήκε το πρωί ο κηπουρός, με τα μυαλά πάνω στο τραπέζι. Κρατούσε το περίστροφο στο ένα χέρι και στο άλλο ένα σημείωμα. Φαίνεται πως επιτέλους είχε προσδιορίσει το άρωμα που του διέφευγε.

Έγραφε: «Μπαρούτι».