Τα Ούρα

Προδημοσίευση
απο το νέο του βιβλίο «ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΡΟ».


ΤΑ ΟΥΡΑ
Μια ιστορία καθ’ όλα αληθινή.

«…τα πρόσωπα της Ομόνοιας είναι σχεδόν όλα εφήμερα. Ακόμα και αυτά που θαρρείς πως είναι μόνιμα ριζωμένα κάποια μέρα εξαφανίζονται».
Γιώργος Ιωάννου, Ομόνοια 1980

Τι είναι αυτό που καθορίζει την πατίνα στις εποχές, στις καταστάσεις και στα συμβάντα; Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς ξαφνικά ένα παλιό παντελόνι γίνεται ντεμοντέ τόσο που και μόνο η σκέψη ότι κάποτε το φορούσες να σου φέρνει γέλια. Τι είναι αυτό που κάνει το τώρα μετά από κάποια χρόνια νοσταλγία; Όταν ζεις το τώρα, αυτό δεν έχει ακόμη πατίνα, την αποκτά με το χρόνο. Η νοσταλγία, φίλε μου, είναι πονηρή και πάντα εξειδανικεύει τη μνήμη.

Πολλοί λογοτέχνες έχουν γράψει έργα με τίτλο «Μέρες» με πρώτο και καλύτερο τον Γιώργο Σεφέρη. Εκεί, υπό τύπον ημερολογίου, είχε καταγράψει τις σκέψεις του σε μία διαδρομή ζωής. Πολλοί άλλοι έγραψαν για τις ένδοξες μέρες της εποχής τους. Έτσι έχουμε εκδόσεις με τίτλους όπως Μέρες του ʼ36, Μέρες του ʼ44, Μέρες του ʼ53 και ούτω καθεξής. Αλλά και ο Ασημάκης Πανσέληνος και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, με τα εξαιρετικά έργα τους Τότε που Ζούσαμε και Σημειώσεις 100 Ημερών αντίστοιχα, άφησαν ιστορία στη λογοτεχνία.

Πολλές φορές μία στιγμή, μία εικόνα, μία παράσταση, μία γεύση -θυμηθείτε τον Προυστ-, ακόμα κι ένα άρωμα αρκούν για να ταξιδέψεις αρκετά πίσω στον χρόνο.
À la recherche du temps perdu.*

Στα μέσα της δεκαετίας του ʼ80, υπηρετούσα τη θητεία μου στον ελληνικό στρατό, αλλά και τον χώρο της ελληνικής διαφήμισης. Η διαφήμιση είναι πάντα μια καλή ερωμένη, που συνεχώς ανανεώνεται και που ποτέ δεν τη βαριέσαι. Όλο προσπαθείς να την παρατήσεις κι όλο γυρίζεις πίσω. Τόσοι και τόσοι δημιουργοί περάσαν από κει. Λογοτέχνες, ζωγράφοι, μουσικοί, φωτογράφοι, σκηνοθέτες. Τόσοι και τόσοι, από τις αρχές του περασμένου αιώνα σχεδόν.

Είχα μόλις ορκιστεί στο Μεγάλο Πεύκο ως καταδρομέας και λίγες μέρες αργότερα θα έπαιρνα μετάθεση για το στρατόπεδο αλεξιπτωτιστών στον Ασπρόπυργο. Εκείνη τη νύχτα του Ιουνίου έφυγα με τον Κλεάνθη, σειρά μου κι αυτός. Οδηγούσε ένα παλιό Citroën 2CV βαμμένο χακί ματ, το οποίο είχε κι από ένα κόκκινο αστέρι τυπωμένο ζερβόδεξα στις πόρτες. Τα βράδια φοράγαμε μαύρο μπερέ τσακισμένο πίσω στον σβέρκο και ενίοτε καπνίζαμε πούρα, με την όλη εμφάνιση να παραπέμπει σε μία παρωδία Τσε Γκεβάρα. Με άφησε στην οδό Φλωρίνης 14, στην Αχαρνών, όπου εκείνα τα χρόνια είχαμε φτιάξει μια εταιρεία παραγωγής κι ένα μικρό κινηματογραφικό στούντιο μαζί με άλλους ομότεχνούς μου. Εποχή φιλμ τότε, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διαθέταμε εξοπλισμό λήψεων, όπως κάμερες, φακούς, τρίποδα, φώτα και μικρόφωνα, αλλά δεν είχαμε χρήματα για μουβιόλα μοντάζ, συνεπώς κόβαμε και ράβαμε τα πλάνα αναγκαστικά αλλού, πληρώνοντας αδρά.

Κοιμήθηκα εκεί το βράδυ. Το κτίριο ήταν πολλαπλής χρήσης. Γραφείο, στούντιο, σπίτι και ό,τι μπορεί να βάλει ο νους σου. «Σόδομα και Γόμορρα», όπως έλεγε και η Σαπφώ Νοταρά. Πληρώναμε χαμηλότερο ενοίκιο, με τη συμφωνία ότι σιγά σιγά θα βάζαμε χρήματα ώστε να σουλουπωθεί το παλιό κτίριο. Τηρήσαμε τον λόγο μας, χωρίς ακόμα να έχουμε οικονομική άνεση, μια και οι περισσότεροι ήμασταν στο ξεκίνημα.

Την επομένη το πρωί είχα ραντεβού με μία πανέμορφη κοπέλα, ονόματι Marta, που δούλευε σε ένα από τα γνωστά πρακτορεία μοντέλων του Κολωνακίου. Ψηλή, μελαχρινή και Πορτογαλέζα. Δεν είχε κάνει ακόμα πολλές φωτογραφίσεις, αλλά έγραφε καλά στον φακό. Αργότερα μου εκμυστηρεύτηκε πως ήταν εγγονή του δικτάτορα Σαλαζάρ της Πορτογαλίας, όμως η ίδια καμιά σχέση με τα πιστεύω του και με την πολιτική εν γένει. Είχε σκεφτεί κάποτε να αλλάξει το επώνυμό της, αλλά δεν το έκανε καθώς ήταν κοινό στη χώρα της, δηλαδή κάπως όπως έχουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα το «Παπαδόπουλος».

Για να βγάλω κάνα φράγκο, είχα δεχτεί να κάνω μία φωτογράφιση για τη διεθνή καμπάνια προβολής και διαφήμισης της νέας κολεξιόν του Συνδέσμου Ελλήνων Γουνοποιών. Τρία χρόνια πριν, είχα κάνει άλλη μια φωτογράφιση για τον ίδιο φορέα, στη Λίμνη Καστοριάς, στις Πρέσπες και στο Νυμφαίο, με έξι φωτομοντέλα και δεκαμελές συνεργείο, όταν οι προϋπολογισμοί διαφήμισης ήταν στα ουράνια. Ο λόγος; Διότι εκείνη την εποχή κατέφθαναν στην Καστοριά ορδές Ρώσων τουριστών, με πούλμαν του Μουζενίδη, για να αγοράσουν γούνες.


Όμως εκείνη τη χρονιά, οι φιλοζωικές οργανώσεις είχαν αντιδράσει σφόδρα σε διεθνές επίπεδο, αναγκάζοντας και τους Έλληνες γουναράδες να κρατήσουν πιο χαμηλό προφίλ για την καμπάνια εκείνης της χρονιάς. Επίσης, την εποχή εκείνη η αγορά γουναρικών προϊόντων είχε πληγεί λόγω των αντίστοιχων συνθετικών που είχαν γίνει της μόδας, επειδή τις φορούσαν διάσημοι ροκ σταρ, όπως ο David Bowie, η Cyndi Lauper και η Madonna, που έβγαιναν στη σκηνή μπροστά σε χιλιάδες θεατές με συνθετικές γούνες βαμμένες σε περίεργα χρώματα.

Τελικά, λόγω του μειωμένου budget, αποφάσισα να ολοκληρώσω τη φωτογράφιση στην κρεαταγορά της Βαρβακείου, επί της οδού Αθηνάς, με τη Marta να φορά τις γούνες ανάμεσα στα σφαγμένα αρνιά και τα μοσχάρια που κρεμόντουσαν από τα τσιγκέλια.

Η φωτογράφιση βγήκε πολύ καλή. Δυστυχώς, λίγες μέρες μετά, παρόλο που η διεύθυνση του περιοδικού δεν αντέδρασε στην υπερβατική και άκρως σαρκαστική καλλιτεχνική μου επιμέλεια, ειδικά ως προς την επιλογή του χώρου που αφύπνιζε την οικολογική συνείδηση των καταναλωτών, έγιναν έξαλλοι οι γουνοποιοί, απαιτώντας να επαναλάβω τη φωτογράφιση σ’ έναν χώρο λιγότερο υπερβατικό. Έμπλεξα άσχημα τότε.

Τελικά, για να μπαλώσω την γκάφα, διάλεξα δύο σταθμούς του Ηλεκτρικού. Της Ομόνοιας και στην Πλατεία Κυριακού τον σταθμό Βικτωρίας, με τα κροκί και βεραμάν πλακάκια αντίστοιχα στους τοίχους, που αποτελούσαν σήμα κατατεθέν κι ένα ιδιαίτερο φόντο φωτογράφισης, ακόμα και τότε, ολίγον ρετρό. Είχα αποτυπώσει φωτογραφικά αρκετές φορές τους σταθμούς αυτούς, εμπνευσμένος από τα ζωγραφικά έργα του μεγάλου Δημοσθένη Σκουλάκη. Χρόνια μετά, χάρηκα όταν διαπίστωσα πως τα πλακάκια αυτά δεν ξηλώθηκαν με τη διέλευση του Μετροπόντικα και την ανακαίνιση των σταθμών αυτών για τις ανάγκες του νέου συρμού.

Η φωτογράφιση ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Έδιωξα το υπόλοιπο συνεργείο και με τη Marta κάναμε μερικές συμπληρωματικές λήψεις μέσα σ’ έναν αυτόματο φωτογραφικό θάλαμο, αυτούς με το κουρτινάκι, όπου η Marta τραβούσε selfie φορώντας τη γούνα κατάσαρκα.


Είχε πλέον βραδιάσει και το σκηνικό απέδιδε μια σκληρή πραγματικότητα της καθημερινότητας, μια στεναχώρια, ένα cinéma vérité, όπου όμως σκηνοθέτης και θεατής ήσουν ο ίδιος. Οι πλατείες αυτές τη δεκαετία του ʼ60 μεσουρανούσαν, με τις φωτεινές επιγραφές του «Παπαστράτου» πάνω στα αρχιτεκτονικά μνημεία-ξενοδοχεία, όπως στο «Μπάγκειον, στο «Μέγας Αλέξανδρος» και στην οροφή του «Θεάτρου Κοτοπούλη», αλλά είχαν χάσει πια την αίγλη τους.

Τράβηξα μερικές ακόμα φωτογραφίες μ’ έναν τυφλό ακορντεονίστα στο κάδρο –μια καλτ φυσιογνωμία της εποχής–, καθισμένο στα σκαλιά του σταθμού που έβγαζε μεροκάματο. Δίπλα του κάθονταν τρεις εξαρτημένοι που ταξιδεύανεδιπλωμένοι στα δυο με το κεφάλι στα γόνατα από την ντάγκλα της πρέζας.

Ύστερα έβαλα την κάμερα σ’ ένα βαρύ τρίποδο και τράβηξα μια πόζα με αργή έκθεση κλείστρου, την ώρα που έφτανε το ξύλινο τότε βαγόνι του συρμού κι οι λίγοι νυχτερινοί επιβάτες έπαιρναν το τελευταίο τρένο της νύχτας για να πάνε στον προορισμό τους. Δεν είναι μόνο οι φωτογραφίες αυτές που αντέχουν στον χρόνο, αλλά και οι σκηνές εκείνες που μένουν έντονα χαραγμένες στη μνήμη για πάντα.


Βρισκόμουν στο ρεύμα ανόδου της γραμμής προς Κηφισιά, από τη δεξιά πλευρά. Στην προσπάθειά μου να κερδίσω λίγο χώρο ακόμα, ώστε να συνθέσω το κάδρο καλύτερα, οπισθοχώρησα χωρίς να κοιτάξω. Ξάφνου άκουσα μια έντονη φωνή –κραυγή σχεδόν– να μου φωνάζει με άψογη αγγλοσαξονική προφορά:

«Πώς τολμάς να πατάς στα ούρα μου, ηλίθιε!»

Εμβρόντητος, γύρισα πίσω να κοιτάξω. Ήταν ένα ανθρώπινο ράκος, πεσμένο χάμω μπροστά σε μια λίμνη ούρων, πάνω στο δάπεδο της αποβάθρας του σταθμού. Ένας άντρας περίπου εξήντα ετών, ρακένδυτος, με βρομερά ρούχα. Δύο μπουκάλια μπίρας ήταν σπασμένα δίπλα του και ο ίδιος κρατούσε ένα μικρό μπουκαλάκι ούζο στο χέρι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παρέπεμπαν σε άντρα ινδικής καταγωγής. Ήταν μεθυσμένος. Η δυσοσμία είχε κάνει καύκαλο πάνω του, καύκαλο χοντρό, όπως της χελώνας.

Σοκαρισμένος από τη λεκτική επίθεση, του ζήτησα συγγνώμη και φύγαμε με τη Marta άρον άρον.

Μερικές ημέρες μετά, το ρεπορτάζ μόδας ήταν έτοιμο.

Τότε τραβούσα σε θετικό φιλμ Ektachrome και η διεύθυνση του περιοδικού είχε επιλέξει μια λήψη, με εντελώς φλου-αρτιστίκ σύνθεση κάδρου, όπου στο φόντο, πίσω από τη Marta και τον κόσμο που επιβιβαζόταν στο βαγόνι, φαινόντουσαν απλωμένα τα πόδια του συγκεκριμένου άντρα να εξέχουν από τη γωνιά του τοίχου με τα πλακάκια, κάτι που δεν είχα αντιληφθεί κατά τη διάρκεια της λήψης. Έμοιαζε με το καδράρισμα των πλάνων που έκανε ο Ρόμαν Πολάνσκι στις ταινίες του της δεκαετίας του ʼ60, όπου έκρυβε τη φιγούρα του πρωταγωνιστή με κάποιο αντικείμενο, όπως μια πόρτα ή μια κουρτίνα, αφήνοντας εκτεθειμένο ένα μέρος του σώματος και μασκάροντας το υπόλοιπο.

Πέρασαν αρκετές ημέρες, αλλά δεν μπορούσα να διώξω από το μυαλό μου την εικόνα αυτού του σωριασμένου στο δάπεδο ανθρώπου –σε ελεεινή κατάσταση– με την άριστη όμως αγγλοσαξονική προφορά.

Μετά από δέκα μέρες, βγήκα πάλι απ’ το στρατόπεδο με τριήμερη άδεια και επισκέφτηκα τον υπόγειο σταθμό.

Είχα αγοράσει μερικές μπίρες, ξηρούς καρπούς, μπουκάλια με νερό και δύο σάντουιτς. Κατέβηκα στο σημείο όπου συνέβη το περιστατικό και βρήκα εκεί μία κουβέρτα στρωμένη σε χαρτόνια. Ο ίδιος έλειπε. Άφησα τη σακούλα με τα πράγματα δίπλα στην κουβέρτα κι έφυγα. Θεώρησα πως ίσως τον είχαν συλλάβει.

Αργότερα, τον ίδιο μήνα, ξαναπήγα στον σταθμό για να πάρω τον Ηλεκτρικό για Κηφισιά. Είχα αγοράσει πάλι κάποιες προμήθειες και, κατεβαίνοντας τα σκαλιά, τον αντίκρισα στο ίδιο σημείο.

Με είδε αμέσως. Πλησίασα αργά και ακούμπησα τη σακούλα δίπλα του. Κούνησε το κεφάλι του σε ένδειξη χαιρετισμού. Υπήρχε μια αμηχανία εκατέρωθεν, οπότε κίνησα αργά για να φύγω. Τον άκουσα πίσω μου να μου λέει αγγλιστί:

«Ευχαριστώ πολύ» κι ύστερα από μια μακριά παύση συμπλήρωσε: «Συγγνώμη που σ’ έβρισα τις προάλλες».

Του απάντησα πως το φταίξιμο ήταν όλο δικό μου, αφού δεν σεβάστηκα τον ιδιωτικό του χώρο.

Παρ’ όλη την κατάστασή του, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ευγένεια και η καλοσύνη που είχε στο πρόσωπο.

«Εκνευρίζομαι όταν αισθάνομαι πως είμαι θέαμα», συνέχισε.

Σιγά σιγά ανοίξαμε κουβέντα, πιο πολύ διότι ήμουν περίεργος να μάθω πώς αυτός ο ινδικής καταγωγής άντρας, με την εξαιρετική αγγλοσαξονική προφορά και τα ευγενικά μάτια, είχε καταλήξει ρακένδυτος στον υπόγειο σταθμό της Ομόνοιας.

Μου είπε πως το όνομά του ήταν Elil Edwin Sikka. Ήταν καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Γεννημένος το 1927 στη Βομβάη της Ινδίας και σπουδασμένος στο Νέο Δελχί, έχασε τους γονείς του και μετακόμισε οριστικά στην Αγγλία το ʼ57. Το 1980 ερωτεύτηκε μια Ελληνίδα, με την οποία έζησε έναν δυνατό έρωτα. Ήταν είκοσι χρόνια νεότερή του. Για πέντε χρόνια πηγαινοερχόταν Λονδίνο – Αθήνα συνεχώς. Τρελά ερωτευμένος μαζί της, ταξίδευαν και περνούσαν ωραίες στιγμές στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στην αγαπημένη τους Ικαρία.

Μια μέρα τον παράτησε, και από τότε ξεκίνησε μια Οδύσσεια για τον ίδιο, όπου, πέρα από την απόρριψη, βίωσε μια άκρα ταπείνωση όταν τελικά τη βρήκε με τον νέο της εραστή να δουλεύει στην μπάρα ενός φημισμένου κλαμπ σε κάποιο νησί των Κυκλάδων.

Δεν του έπαιρνες πολλές κουβέντες, ήταν πάντοτε λιγομίλητος και λακωνικός.

Μία εβδομάδα μετά πέρασα ξανά από τον σταθμό και του άφησα 1.000 δραχμές που μου είχε ζητήσει. Ήθελε να αγοράσει κάποια ρούχα και να βρει ένα μέρος να πλυθεί, μια που για φαγητό δεν υπήρχε θέμα, διότι σιτιζόταν στην Πολυκλινική Αθηνών στην Ομόνοια, όπου κάποιοι μοναχοί του Αγίου Όρους άφηναν εκεί πάντα τρόφιμα για τους άστεγους. Οικογένεια δεν είχε. Μόνο μια ανιψιά. Lydia τ’ όνομά της, που ζούσε και αυτή στο Λονδίνο. Του ζήτησα αν μπορώ να βοηθήσω, να βρούμε μία λύση ώστε να γυρίσει στην πατρίδα του, αλλά δεν τον είδα ένθερμο αποδέκτη αυτής της πρότασης.

Δύο μέρες μετά επικοινώνησα με την Αγγλική Πρεσβεία στην Αθήνα, όπου έκανα μια σύντομη περιγραφή του συμβάντος και ζήτησα ακρόαση από κάποιον αρμόδιο. Με παρέπεμψαν σ’ έναν άλλο κύριο, ο οποίος μου συνέστησε να γράψω το ιστορικό και να το στείλω στην Πρεσβεία. Αφού το έστειλα, μετά από λίγες μέρες, ένας υπάλληλος από τη Διεύθυνση Πρόνοιας του Υπουργείου Υγείας μαζί με κάποιον εκπρόσωπο της Αγγλικής Πρεσβείας, μου ζήτησαν να κατέβω μαζί τους στην Ομόνοια, για να τους υποδείξω το σημείο όπου κοιμόταν τα βράδια.

Όταν συναντήσαμε τον Elil, εκείνος πανικοβλήθηκε. Του εξήγησα πως δεν έπρεπε να ανησυχεί, καθώς οι φορείς είχαν ενδιαφερθεί σοβαρά και θα έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να γυρίσει σώος και αβλαβής στη χώρα του. Αργότερα, τόσο ο ίδιος όσο και οι άνθρωποι της πρεσβείας, με ευχαρίστησαν κι έφυγαν μ’ ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Μία εβδομάδα μετά γύρισε στην Αγγλία.

Έκτοτε, και για δέκα περίπου μήνες, είχα χάσει τα ίχνη του, ώσπου μια μέρα έλαβα ένα γράμμα.

Μου έγραφε πως με τη βοήθεια φίλων και συναδέλφων στάθηκε πάλι στα πόδια του. Πήγε στους «Ανώνυμους Αλκοολικούς» για ν’ απεξαρτηθεί απ’ το ακοόλ, νοίκιασε σπίτι και πήρε μια μικρή σύνταξη, όμως συνέχιζε να κάνει διαλέξεις συγκριτικής φιλολογίας σε διάφορα πανεπιστήμια της Αγγλίας. Στο υστερόγραφο μου είχε σημειώσει το τηλέφωνό του.

Μιλούσαμε περίπου δύο φορές τον χρόνο, με τη μία να είναι πάντα στα γενέθλιά μου. Πώς ήξερε την ημερομηνία; Ποτέ μου δεν το είχα αναφέρει. Δεν ξανάρθε στην Ελλάδα και στο τηλέφωνο δεν μιλούσαμε ποτέ για το συγκεκριμένο συμβάν, παρά μόνο για τις τρέχουσες εξελίξεις στη ζωή μας.

Πώς διασταυρώνονται οι ζωές των ανθρώπων καμιά φορά, σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι, τυχαία στο πουθενά, όπου μετά ο καθένας παίρνει τον δρόμο του, με τη συνάντηση αυτή να σε ακολουθεί για πάντα, και πώς με κάποιους που βρίσκονται μια ζωή δίπλα σου να μην συναντιέσαι ποτέ…

Τον Απρίλιο του 1996, λίγους μήνες αφότου μίλησα τελευταία φορά μαζί του, έμαθα από την ανιψιά του ότι απεβίωσε αιφνιδίως. Η Lydia μου είπε πως το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς θα ερχόταν στην Ελλάδα για να δώσει ως ιστορικός μια διάλεξη σ’ ένα συνέδριο στην Κρήτη, όπου θα ήταν μια καλή ευκαιρία επιτέλους να γνωριστούμε και να τα πούμε μια μέρα στην Αθήνα.

Τον Αύγουστο συναντηθήκαμε σ’ ένα εστιατόριο στην Πλάκα. Μου παρέδωσε έναν φάκελο μ’ ένα γράμμα σε επιστολόχαρτο δικό του. Ο Elil είχε διαγράψει με την πένα το όνομα του, όπως ορίζουν οι καλοί τρόποι του savoir vivre, και μου έγραφε:

Στη ζωή γεννιέσαι δύο φορές, με τη δεύτερη να γίνεσαι
Άνθρωπος με κεφαλαίο!

Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι και ποιον εννοούσε.
Ας αναπαύσει ο Θεός την ψυχούλα του.