Μονόπρακτα


ΜΕΡΟΣ ‘Α


1 EΣΤ. ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΣΣΥΤΙΟΥ – ΚΤΗΡΙΟ ΠΡΟΝΟΙΑΣ – ΑΘΗΝΑ – ΑΠΟΓΕΥΜΑ 1

FADE IN:

Ο φακός μας αποκαλύπτει μια αίθουσα συσσυτίου αστέγων κάπου στο μεταξουργείο. Οι άστεγοι περιμένουν τη σειρά τους στη γραμμή για να εξυπηρετηθούν. Νέα παιδιά με μάσκες σερβίρουν έτοιμο φαγητό σε ανοξείδωτους δίσκους που κρατούν οι άστεγοι. Οι άποροι στη συνέχεια παίρνουν ψωμί, μαχαιροπήρουνα, πετσέτες, ένα μπουκάλι νερό και κάθονται όπου επιθυμούν στα τραπέζια της αίθουσας. Κάποιοι άλλοι επιλέγουν να παίρνουν το φαγητό σε πακέτο μέσα σε μια σακούλα και να φεύγουν. Επικρατεί βαβούρα, ομιλίες και ηχορύπανση απο τα αυτοκίνητα που περνούν έξω στο δρόμο.

CUT TO:

Ένας άστεγος περίπου 65 ετών σκηθρωπός και απόμακρος, με μια ξυνίλα μόνιμη στο πρόσωπο, περιμένει τη σειρά του. Είναι ο ηθοποιός Μάνος Βακούσης άκα ΜΑΝΟΣ. Όση ώρα περιμένει για να έρθει η σειρά του, παρακολουθεί επίμονα έναν άστεγο περίπου 70 ετών, που κάθεται σ’ ένα τραπέζι και ενώ έχει ήδη τελειώσει το δείπνο του, σχεδιάζει μ’ ένα κραγιόν πάνω σε ένα χασαπόχαρτο. Το ντυσιμό του και η όλη του εμφάνιση προδίδουν πως ο άνθρωπος αυτός αν και ρακένδυτος είναι καλλιτέχνης. Είναι ο ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου άκα ΑΓΓΕΛΟΣ.

CUT TO:

Η κάμερα με κοντινό πλάνο αποκαλύπτει ότι ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει μια καρικατούρα του Μάνου. Ο ‘Αγγελος σηκώνει το κεφάλι του απο το χαρτί και συναντά εκείνο του Μάνου που τον παρατηρεί. Ο Μάνος στη συνέχεια παίρνει το φαγητό του σε πακέτο, το βάζει σε μια σακούλα μαζί με το ψωμί, το μπουκάλι με το νερό και τα πλαστικά μαχαιροπήρουνα, ενώ παράλληλα ρίχνει μερικές ακόμα κλεφτιές ματιές προς τον Άγγελο. Οι δύο άντρες αποδεικνύεται απο την συμπεριφορά τους ότι δεν γνωρίζονται. Ο Μάνος κρατώντας τη σακούλα φεύγει απο την αίθουσα

CUT TO:


2 EΞΤ. ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ – ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΙΟ – ΑΘΗΝΑ – ΝΥΧΤΑ 2

FADE IN:

Η κάμερα κινείται αργά με dolly in drone shot σ’ έναν έρημο πεζόδρομο στρωμένο με κυβόλιθους και πολλά νεοκλασσικά σπίτια δεξιά και αριστερά. Ο πεζόδρομος είναι βρεγμένος απο πρόσφατη μπόρα.

CUT TO:

Κοντινό σε μια βελόνα γραμμοφώνου που ακουμπά πάνω σ’ έναν σκρατσαρισμένο δίσκο 75 στροφών. Ακούμε χαμηλά τη μουσική σε πιάνο απο το κομμάτι του Αττίκ με τίτλο: “Απο μέσα πεθαμένος”. Ο ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου σχεδόν a cappella σιγοτραγουδά τους στίχους.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Τον καιρό που μ’ αγαπούσες με ρωτάς ένα πρωί, στην κουβέντα μας επάνω τ’ είναι άραγε η ζωή, τότε γύρισα και σού ‘πα γι’ άλλους είναι το κρασί, γι’ άλλους δόξα γι’ άλλους πλούτη μα για μένα είσαι εσύ …»

CUT TO:

Καθώς η κάμερα συνεχίζει το dolly in, πλησιάζει ένα γκρεμισμένο νεοκλασσικό σπίτι και αποκαλύπτει τα ντουβάρια με τα ξεθωριασμένα απο το χρόνο χρώματα των τοίχων. Στο έναν βλέπουμε τα απομεινάρια μιας ταπετσαρίας σε χρώμα κεραμιδί και στο άλλον έναν σπασμένο καθρέφτη. Ενδιάμεσα απο τους δύο τοίχους εμφανίζονται ζωγραφισμένα λουλούδια σε μια θολωτή εσωχή του τοίχου.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Τώρα που άλλαξε η καρδιά σου κι έναν άλλο αγαπάς απορείς μου λεν ακόμη η δική μου πως χτυπά, μήπως τάχα σαν κι εμένα δεν είν’ άνθρωποι πολλοί από μέσα πεθαμένοι και απόξω ζωντανοί.»

CUT TO:

«Kοντινό σ’ ένα αντρικό χέρι που φοράει δυο δαχτυλίδια απο αλπακά και παίζει ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι. Στο κάδρο καθώς παίζει τις χάντρες εμφανίζεται και το άλλο χέρι που φοράει ενα μάλλινο γάντι με τρύπες στα δάχτυλα.»

Η κάμερα ανεβαίνει απο το χέρι στο πρόσωπο του ‘Αγγελου που σιγοτραγουδά και μας αποκαλύπτει έναν άντρα περίπου 70 ετών. Είναι ο ηθοποιός Άγγελος Παπαδημητρίου. Φοράει ξεφτισμένο παλτό και ένα πουκάμισο παλιό άσπρο με ανοιχτά μανίκια χωρίς μανικετόκουμπα και στο λαιμό του μια ξεθωριασμένη μπορντώ εσάρπα. Είναι ταλαιπωρημένος στο πρόσωπο αλλά αποπνέει μια αρχοντιά παλαιού μεγαλείου.

CUT TO:

AΓΓΕΛΟΣ

«Το πρώτο χρώμα που θυμάμαι ηταν εκείνο του σάπιου μήλου σε μια ταπετσαρία πάνω απο το μπουντουάρ της γιαγιάς μου … (παύση) Κοκέτα η γιαγιά και αρχόντισα … Κόρη ναυάρχου … Χιώτισσα …»

Η κάμερα συνεχίζει τα κοντινά πλάνα στα παλαιά ντουβάρια του σπιτιού.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Βλέπεις ήταν τα χρόνια τέτοια όπου όλα είχαν μια πατίνα κεραμιδί … κ’ οι μενεξέδες στο γυάλινο βάζο … Γεννήθηκα το ‘47 σ’ ένα σπίτι στο Μεταξουργείο, ανάμεσα σε τρεις αδερφές, τσιρίγματα και πάνινες κούκλες … Μεγαλύτερη η Φρύνη, η Αλεξάνδρα και η Φανή … Εγώ ο βενιαμίν.»

Η κάμερα ταξιδεύει πάνω απο παλιές κούκλες και παιχνίδια της εποχής.

AΓΓΕΛΟΣ

«Τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν μιά χοντρή κούκλα που δεν αγαπούσε η Φρύνη κι’ ένα κοκκάλινο ναυτάκι … (μεγάλη παύση – χαμογελάει) …»

Η κάμερα αποκαλύπτει ένα έργο του Τσαρούχη με ναύτες που χορεύουν.


«Ποτέ δεν υπηρέτησα, αλλά τα ναυτάκια μ’ άρεσαν … Αααα ξέχασα και τα κραγιόν στο μπουντουάρ, έγραφαν Victory στο χαρτί … τα’ κλεβα και ζωγράφιζα όπου έβρισκα.»

Η κάμερα ταξιδεύει σε κοντινό πλάνο πάνω σε ένα παλιό μπουντουάρ σε κάποιο παλαιοπωλείο παρουσιάζοντας παλιά κραγιόν, μια φιλντισένια βούρτσα μαλλιών κι’ έναν παλιό καθρέπτη με μπρούτζινη βάση. Το κάτοπτρό του είναι οξειδωμένο και μαυρισμένο απο τον καιρό. Δίπλα μερικά χασαπόχαρτα με παιδικές ζωγραφίες.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Παίζαμε κουτσό, κρυφτό … παίζαμε και τις μαμάδες … (παύση – γελάει) … νανουρίζαμε τις κούκλες μας. Η πρώτη μου περιέγεια; Nα κατέβω τα σκαλιά πίσω απο το χαγιάτι που οδηγούσαν στο υπόγειο. Σκοτεινό με λίγο φώς που έμπαινε απο τον φεγγίτη. Ανέδιδε μια δυσοσμία μούχλας … εκεί βρήκα και το σεντούκι. Ένα μπαούλο μ’ ένα σκέπασμα απο δέρμα με στρογγυλά μεταλλικά καρφιά.»

Η κάμερα ταξιδεύει στο πάτωμα, διαπερνά μια τεχνητή ομίχλη και αποκαλύπτει ένα παλιό σεντούκι. Το σεντούκι ανοίγει ανοίγει μαγικά μόνο του και ένα παιδικό χέρι ψάχνει το περιεχόμενο του.

AΓΓΕΛΟΣ

«Ανοίγοντάς το θυμάμαι το ζωγραφισμένο μπρίκι, ένα ιστιοφόρο στο ξύλινο καπάκι. Εκεί έκρυβε η μάνα μας τα πολύτιμά της … κάτι πουκάμισα τεράστια μεταξωτά … με πελώρια μανίκια και δαντέλες με βελόνι … ένα παλιό χρυσοκέντητο γιλέκο και τον ακρουαζέ, το κλαδωτό βαρύ νυφικό της γιαγιάς και ζώνες φλουροκαπνισμένες με πολλά κλαδώματα … Εκεί βρήκα και το παλιό παλτό του παππού.»

CUT TO:

Η κάμερα με σταθερά πλάνα παρουσιάζει στυλιζαρισμένες γωνιές ενός παλιού αρχοντικού. Μια παλιά καλημέρα με μια πορσελάνινη κανάτα και μια πετσέτα με κεντητά λουλούδια, μια ανοιχτή περιποιημένη ντουλάπα με παλιά ρούχα, ένα παλαιό μπάνιο και μια αυλή με λουλούδια σε γλάστρες πάνω στο μωσαικό της.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Αχ και η παλιά καλημέρα. Θυμάμαι που με μάλωνες μητέρα … (παύση) … Η μάνα μας κρατούσε το σπιτικό. Νοικοκυρά με το νου της πάντα στα παιδιά. Αδιαφορούσε για τα τσαλίμια του πατέρα μου … Ο πατέρας μου; Bίος και πολιτεία, Καππαδόκης στην καταγωγή. Το πρωί μαυραγορίτης και το βράδι τζογαδόρος … Ρήγας Σπαθί ο πατέρας μου …»

CUT TO:

Η κάμερα ταξιδεύει νύχτα σε έναν παλιό δρόμο στην Τρούμπα του Πειραιά.

AΓΓΕΛΟΣ

«Δεν μας έλειψε τίποτε … Γάτος … Πάντα είχε έναν άσσο στο μανίκι του. Ο τελευταίος όμως δεν του βγήκε. Του κόψαν τον λαρύγγι με φαλτσέτα δυό αδέρφια οι παπαφίγκοι σε μια χαμοκέλα της οδού Νοταρά στην Τρούμπα. Ηταν η πρώτη τραγωγία της οικογένειας.»

CUT TO:

Ο Άγγελος φτιάχνει λίγη σαπουνάδα ξυρίσματος με λίγο νερό και σαπούνι σε μιά χάλκινη κούπα. Απλώνει με πινέλο το σαπούνι στα μάγουλά του και αρχίζει να ξυρίζεται με ένα ξυραφάκι κρατώντας ένα μικρό καθρεφτάκι στο ένα χέρι.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Φαλτσέτα δεν έπιασα ποτέ στα χέρια μου … Έπρεπε να γίνω ο άντρας του σπιτιού αλλά δεν το’ χα. Η Αλεξάνδρα μας συντηρούσε.»

CUT TO:

Η κάμερα ταξιδεύει πάνω σε παλαιά αντικείμενα βοήθειας του Ερυθρού Σταυρού. Παγούρι, ασύρματο, φάρμακα, ενέσεις, επίδεσμοι κλπ.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Εγινε Ερυθροσταυρίτισσα, αργότερα βρήκε μια θέση στην πρόνοια. Μια ζωή στο βωμό της προσφοράς … ανέραστος άνθρωπος. Όσο για τη Φρύνη μουρλοκομείο … το’ σκασε μ’ έναν έμπορο Αιγυπτιώτη … έκτοτε χάσαμε τα ίχνη της. Αργότερα το ‘61 βρήκαν το άψυχο σώμα της σ’ ένα χαντάκι στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.»

Η κάμερα αποκαλύπτει μια παλιά γκραβούρα της Φλωρά Καραβία απο την Πόλη, πεταμένη σε μια γωνία ενός παλαιοπωλείου.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Τέλος η Φανή, η πολυαγαπημένη. Απο μικρή έδειχνε πως δεν αγαπούσε πολύ τ’ αγόρια. Αποφοίτησε απο το Ωδείο Αθηνών … βέβαια … μαθήτρια της Τζίνας Μπαχαουερ.»

Ο φακός ευρυγώνιος και με κοντινό ταξιδεύει στο εσωτερικό ενός πολύ παλαιού πιάνου. Φαίνονται οι ασυντήρητες χορδές και οι ξεφτισμένες τσόχες στα σφυριά. Ορισμένα πλήκτα στο μπροστινό μέρος είναι σπασμένα.

AΓΓΕΛΟΣ

«Την αγαπούσα πολύ τη Φανή … πάλευε και αυτή πάντα με τους δαίμονές της. Καθηγήτρια πιάνου μέχρι που έκλεισε τα μάτια της … (μεγάλη παύση) … Στα τελευταία της είχε αναλαμπές. Τον Μάιο του ‘99 την είδα για τελευταία φορά. Στο Γηροκομείο. Δεν με γνώριζε πιά. Με κοίταζε καθώς τραγουδούσε εκφωνώντας a cappela αλάνθαστα τις νότες της παρτιτούρας Nocturne του Chopin.»

Ακούμε χαμηλά το μουσικό κομμάτι του Chopin.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Άτιμο πράγμα η άνοια … ένα σαράκι της έτρωγε το μυαλό και τα σωθικά. Οσο για μένα … σκρίβε Αρτίστα … (γελάει) Ο πρώτος μου ρόλος σ’ ένα αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο που είχα φτιάξει στο υπόγειο.»

CUT TO:

H κάμερα κάνει κοντινό στο χέρι του Άγγελου που ζωγραφίζει αφαιρετικά παιδικές κούκλες σε ένα παλιόχαρτο.

«Κούκλες πολλές … και γυναικεία ρούχα. Το’ χα απο μικρός … (μεγάλη παύση) … Ο πατέρας μου με δασκάλευε να μη γίνω ποτέ καλλιτέχνης, αριστερός και πούστης … (παύση) Πως τα φέρνει η ζωή καμιά φορά εεε ! Διδάχτηκα δωρεάν υποκριτική στο θεατρικό εργαστήρι του Βασίλη Ρώτα. Είχα καλή φωνή. Με πήραν αμέσως στην Επιθεώρηση … Παρεξηγημένο είδος … Δε βαριέσαι και η Συνοδινού στου Σαμαρτζή ξεκίνησε …»

CUT TO:

Πλάνο με dolly in όπου η κάμερα πλησιάζει τη σκηνή του παλαιού θεάτρου – κινηματογράφου Ίριδα. Στη σκηνή βρίσκεται ο καναπές που αργότερα θα αποκαλύψει η κάμερα ότι είναι ξαπλωμένος ο Άγγελος.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Δύσκολη ζωή το σανίδι. Τα’ φερνα βόλτα όμως … ήμουν και όμορφος … Αααχχχχ αυτοί οι έρωτες με φάγανε … Ζωγράφιζα κιόλας. Έκανα περισσότερο αντιγραφές από βιβλία. Ματίς, Σεζάν, Καραγκιόζη, Φαγιούμ αλλά και γραμμικές ζωγραφιές αρχαίων αγγείων. Κάποτε έδειξα σχέδια μου στον Τσαρούχη αργότερα και στον Γώργο Βακαλό … (παύση) … με την Ελένη τη γυναίκα του γίναμε φίλοι. Ωραίοι άνθρωποι. Μετά ήρθαν δύσκολα χρόνια … το σκατό μου παξιμάδι. Νοίκιαζα ένα διάστημα και το σπίτι. Εγώ, έμενα στο υπόγειο … Αργότερα το πούλησα και αυτό. Έγινε μπουρδέλο όπως και η ζωή μου.»

CUT TO:

Η κάμερα αποκαλύπτει έναν πεζοδρόμο στο Μεταξουργείο με μπουρδέλα.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Tο ‘99 με τον σεισμό κρίθηκε επικίνδυνο και κατεδαφιστέο. Σήμερα μόνο τα κουφάρια του έμειναν και τα λουλούδια της ταπετσαρίας πάνω απ’ την Καλημέρα … (σιγοτραγουδά το “Μαραμένα τα Γιούλια και οι Βιόλες”) …»

CUT TO:

Η κάμερα στο έδαφος με ευρυγώνιο φακό μας αποκαλύπτει τον Άγγελο για πρώτη φορά σε γενικό πλάνο. Βρίσκεται ξαπλωμένος σ’ έναν παλιό ξηλωμένο καναπέ που είδαμε πριν στη σκηνή του θεάτρου. Δίπλα του ένας πάνινος σάκος με τα υπάρχοντά του, μερικές εφημερίδες και ένας παλιός τσίγκινος κάδος σκουπιδιών που σιγοκαίει μια φωτιά δίπλα του.

CUT TO:

Η κάμερα ξεκινά ένα αργό dolly in για να καταλήξει σε κοντινό στα χέρια του.

AΓΓΕΛΟΣ

«Το κομπολόι του παππού και το παλτό του … Αυτά μου μείναμε … Δε βαριέσαι μια Ντάμα Κούπα όλη μου η ζωή … και τώρα … με μια κούπα στο χέρι με ταίζει η πρόνοια κάθε μεσημέρι …»

Με ευρυγώνιο φακό, η κάμερα στημένη χαμηλά στο έδαφος, δείχνει δύο σκοτεινούς τύπους να κάνουν νταραβέρι ουσιών.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Σκοτεινές φιγούρες με γυάλινα μάτια γλυστρούν μες τα λασπόνερα της νύχτας … (γελάει) … α ρε … Αθήνα Πόλις Χαμόγελο …»

Κοντινό στο χέρι του όπου κόβεται το νήμα στο κομπολόγι και πέφτουν στο λιθόστρωτο οι χάντρες.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Να σου χέσω. …»

Κοντινό στο λιθόστρωτο με την κάμερα στο έδαφος. Σε πρώτο πλάνο οι χάντρες διάσπαρτες ανάμεσα απο τους κυβόλιθους. Φαίνονται τα πόδια του καναπέ και το κεφάλι του Άγγελου που μπαίνει στο πλάνο καθώς με προσπάθεια σκύβει για να μαζέψει τις χάντρες του κομπολογιού.

CUT TO:

Ο Άγγελος σηκώνεται όρθιος με δυσκολία και βάζει τις χάντρες στην δεξιά τσέπη του παλτού που φοράει. Στη συνέχεια πετάει άλλο ένα ξύλο απο το πόδι μιας σπασμένης καρέκλας στον τσίγκινο κάδο αναζωπηρώνοντας τη φωτιά. Βάζει τα χέρια του με τα τρυπημένα μάλλινα γάντια κοντά στη φωτιά για να τα ζεστάνει.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«H ζωή μου όλη μιά παράγραφος … μάταια περιμένει μιά άνω τελεία …»

Στη συνέχεια περπατά αργά και ξαπλώνει ξανά στον καναπέ ατενίζοντας τον ουρανό.

AΓΓΕΛΟΣ

«ΑΧ, ανάσκελα πάντα φτιάχνεις τον δικό σου ουρανό …»

Με ευρυγώνιο η κάμερα καδράρει υποκειμενικά αυτό που βλέπει ο ‘Αγγελος. Σαν σκηνικό παρουσιάζονται τα ερείπια του σπιτιού και οι σιλουέτες των διπλανών νεοκλασσικών. Απο πάνω ο έναστρος ουρανός.

Με timelapse τα αστέρια ξεκινούν να διαγράφουν μια αργή τροχιά.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«Νά που βλέπεις κι’ αστέρια στην πόλη …»

Κοντινό στο πρόσωπό του. Σφυρίζει τη μουσική του Χατζηδάκη για δύο μέτρα απο τη μελωποίηση του ποιήματος με τίτλο “το Καβούκι” του Κώστα Ουράνη και μετά αργά ξεκινά την απαγγελία κοιτώντας τον ουρανό. Πίσω του φαίνεται το ερειπωμένο σπίτι.

AΓΓΕΛΟΣ

«Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα … αν είναι να ‘ρθει θε να ‘ρθεί δίχως να νιώσεις από πού και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα …»

Όσο απαγγέλει το ποίημα τραγουδιστά, η κάμερα με dolly out drone shot απομακρύνεται απο τον Άγγελο και ξεκινά ένα ταξίδι πάνω απο τον πεζόδρομο για να καταλήξει στην αρχή του δρόμου απ’ όπου ξεκίνησε. Όσο η κάμερα απομακρύνεται συγχρόνως χαμηλώνει και η ένταση της φωνής του ‘Αγγελου.

ΑΓΓΕΛΟΣ

«… αν είναι να’ρθει θε να’ρθεί – αλλιώς θα προσπεράσει»

Η κάμερα φτάνει στο αρχικό κάδρο απ’ όπου ξεκίνησε. Με timelapse και με την κάμερα ακίνητη στο ίδιο κάδρο, o χρόνος απο νύχτα γίνεται μέρα.


3 EΞΤ. ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ – ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΙΟ – ΑΘΗΝΑ – ΜΕΡΑ 3

Συννεφιά, ο δρόμος είναι βρεγμένος και κάνει πολύ κρύο.

Η κάμερα με dolly in drone shot ξεκινά ξανά το ταξίδι της προς τον καναπέ αργά. Όπως πλησιάζει βλέπουμε ένα νοσοκομειακό του ΕΚΑΒ με το μπλέ φως του να αναβοσβύνει.

Δύο αστυνομικοί συνομιλούν με έναν γιατρό του ΕΚΑΒ. Ένα άδειο φορείο βρίσκεται έξω απο το νοσοκομειακό πάνω στο λιθόστρωτο. Ο γιατρός κουνάει αρνητικά το κεφάλι του. Χαιρετά τους αστυνομικούς, βάζει το άδειο φορείο πίσω στο αυτοκίνητο του ΕΚΑΒ και το νοσοκομειακό αποχωρεί απο την σκηνή.

Η κάμερα συνεχίζει να πλησιάζει και βλέπουμε δυο άντρες της σήμανσης με πολιτικά να τραβούν μερικές φωτογραφίες ενός άστεγου που βρίσκεται ξαπλωμένος στον καναπέ. Είναι ο Άγγελος παγωμένος με τα μάτια ανοιχτά να ατενίζει ακόμα τον ουρανό.

Δύο υπάλληλοι γραφείου κηδειών, απλώνουν έναν πλαστκό σάκο νεκροτομείου με χοτρό φερμουάρ πάνω στο έδαφος δίπλα στον καναπέ. Στη συνέχεια βγάζουν το παλτό απο τον Άγγελο και μεταφέρουν τη σορό του στον σάκο.

Ενας υπάλληλος αρχίζει να κλείνει το φερμουάρ.

CUT TO:

H κάμερα βρίσκεται πίσω απο το φερμουάρ (σαν υποκειμενικό του νεκρού). Σε πρωτο πλάνο το φερμουάρ και πίσω ο ουρανός. Ο υπάλληλος ολοκληρώνει το κλείσιμο του φερμουάρ και η εικόνα σκοτεινιαζει.

FADE IN:

Η κάμερα βρίσκεται στο έδαφος. Σε πρώτο πλάνο το λιθόστρωτο.

Πίσω ο καναπές και κάτω απο τα πόδια του καναπέ ξεπροβάλλουν στο φόντο τα ερείπια του σπιτιού. Πάνω στον ξεφτισμένο καναπέ βρίσκεται κουβάρι το παλτό του Άγγελου.

Στο κάδρο μπαίνει ένα προσφυγόπουλο 15 ετών. Βρίσκει το παλτό. Το ξετυλίγει και το φοράει. Τα μανίκια, του είναι πελώρια ενώ το παλτό σέρνεται στη γη κάτω στα πόδια του. Βάζει το χέρι του στην δεξιά τσέπη και βρίσκει τις χάντρες του κομπολογιού απο κεχριμπάρι. Τις κοιτά στο χέρι του για λίγο. Μετά τις ξαναβάζει στην τσέπη και φεύγει απο το κάδρο.

Η κάμερα σηκώνεται αργά με γερανό απο τη γή και σιγά – σιγά ξεπερνά τον καναπέ καθώς ο φακός εστιάζει πάνω στον έρημο τοίχο του σπιτιού του όπου ένα γκράφιτι γράφει: Ο ΚΑΝΑΠΕΣ ΣΟΥ … Η ΣΥΝΕΝΟΧΗ ΣΟΥ.

FADE OUT:

ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ


ΜΕΡΟΣ ‘Β


4 EΞΤ. ΕΡΗΜΟΣ ΔΡΟΜΟΣ – ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ – ΑΘΗΝΑ – ΣΟΥΡΟΥΠΟ 4

FADE IN:

Η καμερα μας αποκαλύπτει τον Μάνο που γνωρίσαμε στην πρώτη σκηνή στο συσσύτιο των αστέγων. Περπατάει με εμφανή πόνο στο πόδι του. Κρατάει ένα πακέτο φαγητό πάλι σε μια σακούλα. Καταϊδρωμένος φτάνει σ’ ένα σημείο και κοντοστέκεται. Κοιτάζει κάτι στα δεξιά του. Είναι μια ξεχαρβαλωμένη παλιά βιεννέζικη καρέκλα, παρατημένη πλάι στον διαλυμένο πια καναπέ του Άγγελου που βρίσκεται στη μέση του πεζόδρομου δίπλα σε κάτι σκουπίδια.

CUT TO:

Με ευρυγώνιο φακό σχεδόν fish eye μπαίνει στο κάδρο ο Μάνος. Ακουμπά την καρέκλα στο δάπεδο μιας ταράτσας ενός εγκαταλλειμένου κτηρίου. Έχει βραδιάσει πλέον. Απο μακρυά ακούγεται ο ήχος της πόλης. Δίπλα του σ’ ένα απάγκιο της ταράτσας υπάρχουν διπλωμένες κάτι παλιές κουβέρτες πάνω σε χαρτιά απο κουτιά συσκευασίας, ένα μαξιλάρι και σακκούλες σκουπιδιών με τα λίγα υπάρχοντά του.

Κάθεται στην καρέκλα και κοιτάζει ψηλά στον ουρανό. Έχει πια βραδιάσει για τα καλά. Η ζεστή υγρασία και τα φώτα της πόλης δημιουργούν ένα φλουταρισμένο πέπλο σαν αχλή πάνω στον ουρανό. Ο Μάνος είναι ιδρωμένος.

ΜΑΝΟΣ

«Πάντα από ψηλά πέφτει η νύχτα ! … άλλη μία νύχτα … θα περάσει και αυτή μετρώντας τις ώρες.»

(V.O.) «Μάταια … Προσπαθώντας να μετατρέψω το χώρο σε χρόνο. Να γιατρέψω τον πόνο με φθόνο … (παύση) … Οι σκέψεις περνούν πάντα απ΄τη σιωπή.»

Σκύβει και ανοίγει μια σακούλα που έχει στα πόδια του. Βγάζει το πακέτο με το φαγητό και τσιμπάει μερικές πιρουνιές απο το ρύζι.

ΜΑΝΟΣ

(Μιλάει μπουκωμένος) «Προορισμός των ρομαντικών φαίνεται είναι η Πρόνοια …»

Βγάζει μια παλιά φωτογραφία απο την τσέπη του πουκαμίσου του και την κοιτάζει. Ειναι ξεθωριασμένη και ολίγον σέπια. Αποτυπώνει μια πανέμορφη γυναίκα που χαμογελάει κρατώντας ένα πανέρι με άνυδρα λαχανικά όπως μελιτζάνες, κολοκυθάκια, ντοματίνια, φάβα και σταφύλια.

ΜΑΝΟΣ

«Α ρε μάνα που μας μεγάλωσες με τα άνυδρα της Σαντορίνης. Στον κόρφο μου σε κουβαλάω. Πλάνα απο βάρκα αναδεικνύουν το ηφαίστειο στην Καλντέρα της Σαντορίνης.»

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Στην Καλντέρα του ηφαιστείου γεννήθηκα … Σχεδόν πάνω στη βάρκα !!! Δίπλα στο βράχο που όρθωσες κατάστικτο από την έμπνευση της Όστριας … (γελάει) μεγαλείο ο Ελύτης … (μεγάλη παύση) … Θεοσταγής!»

Βγάζει ένα ταλαιπωρημένο τεφτέρι απο μια σακούλα, ύστερα το ανοίγει, βρίσκει μια σελίδα μισογραμμένη και διαβάζει μερικές σημειώσεις.

ΜΑΝΟΣ

«Στα δύσκολα είναι που γράφεις το μέλλον που ονειρεύεσαι … πάντα με άλλο λεξιλόγιο. Ύστερα πιάνει το στυλό που είναι μαγκωμένο στο τεφτέρι, κοιτάζει το ουρανό και μετά αρχίζει να γράφει.»

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Δημόσιο σχολείο Φηρών, λύκειο, μετά Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική. … Επάγγελμα; … Δεν εργάστηκα ποτέ. Αερικό … (παύση) … μεταξύ Ουρανού και Γης.»

(V.O.) «Aνυπόδητος ήρθα … και χωρίς παπούτσα θα φύγω … Ποιητής λέω … τρόπος του ζην στα όρια της ανιδιοτέλειας … (μεγάλη παύση) … το να υπάρχεις είναι πολλές φορές αρκετό.»

(V.O.) «Η μόνη μου παρέμβαση στο ξετύλιγμα της μέρας είναι ο στοχασμός.»

Σε κοντινό πλάνο παρακολουθούμε τον Μάνο καθώς σκύβει το κεφάλι και συνεχίζει να γράφει στο χαρτί.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Πιάνεις την πένα να πλουτίσεις τον κόσμο από τη χολέρα της καθημερινότητας … συνεχώς μ’ ένα βίντσι να τραβάς τα ζόρια σου από τα σωθικά … να ξεράσουν οι λέξεις στο χαρτί. Αδράνεια της θύμησης φαίνεται.»

(V.O.) «Όλο και πιο δύσκολη γίνεται η μνήμη, θολωμένη εικόνα … εξάτμιση του ανέμου και της αρμύρας. Ξεχνώ την κάθε μέρα για να επιζήσω …»

Παλιές φωτογραφίες Σαντορινιών τη δεκαετία του ‘50. Πλάνα απο παιδιά που τρέχουν και παίζουν κουτσό στα ασβεστωμένα σοκάκια της Οίας.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Που και πού κάποια πρόσωπα … σαν λάμψεις φωτίζονται από ύπαρξη … Που και που κάποιες γεύσεις … Γλυκιές …»

Σε κοντινό πλάνο ένα κουτάλι με γλυκό μαστίχα βυθίζεται στο ποτήρι με το νερό. Στο φόντο κάτι ντόπιοι ψαράδες παίζουν τάβλι. Στη συνέχεια παρακολουθούμε πλάνα απο παιχνίδι παιδιών που κάνουν κολοτούμπες πάνω στα βουνά με τα τσάμπουρα και άλλα που πατάνε τα σταφύλια στο τρύγο.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Υποβρύχιο το έλεγε ο παππούς … Γλυκό μαστίχα στο κουταλάκι βυθισμένο στο νερό … Που και που κάποια γέλια … κ’ οι κωλοτούμπες στα βουνά με τα τσάμπουρα … τα γδαρμένα γόνατα στον τρύγο. Τώρα πια την κάθε στιγμή πρέπει να την επινοείς … συνεχώς πρέπει να την επινοείς.»

Ψάχνει και βγάζει ένα μπουκάλι με τσίπουρο που έχει κρυμμένο στα υπάρχοντά του. Στη συνεχεια πίνει μερικές γουλιές τσίπουρο και ρίχνει πάνω στο κεφάλι του λίγο νερό απο το μπουκάλι.

Πλάνο της πόλης τη νύχτα όπου οι δρόμοι έχουν αδειάσει και κάνει πολύ ζέστη.

Η ώρα εχει περάσει. Προφανώς έχει μεθύσει. Πίνει άλλη μια γουλιά.

Το πλάνο ανοίγει και τον βλέπουμε να έχει κάτσει με την πλάτη στο ντουβάρι και το ένα του πόδι του να κρέμεται απο το χείλος της ταράτσας στο κενό. Υψώνει το μπουκάλι με το αλκοολ προς τον ουρανό.

ΜΑΝΟΣ

(Φωναχτά) «Γανυμήδη πρόσεξε μην ξεχειλίσεις τις κύλικες … θ’ άρθει μια μέρα που θα γονατίσουμε έτσι κι αλλιώς.»

Πίνει μερικές γουλιές ακόμα.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Στον έρωτα ήμουν τυχερός … ένας λέει και καλός … Μαρία Νεφέλη Περσεφόνη το όνομά της. Απόφοιτος Σχολής Καλών Τεχνών … ζωγράφος … Χτύπησε το τηλέφωνο μια μέρα … »

(αρχίζει να φορτίζεται αποδίδοντας έναν τηλεφωνικό διάλογο)

– Παρακαλώ;

– Είστε ο κύριος Μάνος;

– Μάλιστα λέω …

– Από τα επείγοντα τηλεφωνώ, … βρήκαμε την τελευταία κλήση στο κινητό της …

– Δεν καταλαβαίνω … ποιος είστε κύριε; (θυμωμένος) … τι εννοείτε;

– Την παραλάβαμε χωρίς ζωτικά αποκρίθηκε.

– Τι είναι τα ζωτικά κύριε;

– Χωρίς αναπνοή και σφυγμό κύριε … σφοδρή η σύγκρουση … ήταν ακαριαίος.

(μεγάλη παύση)

– Πού την έχετε;

– Στο Λαϊκό Νίκαιας … Ήρεμα τώρα κύριε όσο μπορείτε … Δεν οφελεί …

Με δημιουργικό μοντάζ και πολλά speed ramps παρακολουθούμε μια αλληλουχία πλάνων μιας γυναίκας που κοιτάει στο φακό και ανεμίζουν τα μαλλιά της.

ΜΑΝΟΣ

(V.O) (συντετριμμένος) «Πως μπορείς να γράψεις για κάποιον που έφυγε … η μνήμη θολώνει …. δεν αποτυπώνει τη ζωντανή παρουσία … κι’ οι φωτογραφίες στα κάδρα κράζουν το απόλυτο τίποτε.»

Δεν ξανακοίταξα τη δύση από τότε. Την δίπλωσα και την κουβαλάω κρυμμένη βαθιά μέσα στην τσέπη μου να μην χρειαστεί να τη μοιραστώ με κανέναν. Το κινητό το σκόρπισα μαζί με τις στάχτες … ανοιχτά της Σαλαμίνας.

Με traveling shot απο λήψη drone παρακολουθούμε νύχτα τα ερηπωμένα γκρεμισμένα σπίτια στην οδό Σαλαμίνας στο Μεταξουργείο.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Που είσαι Περσεφόνη μου ? … έξι μήνες πέρασαν και το αγιόκλημα ανθίζει πάντα όταν έρχεται το βράδυ.»

(V.O.) «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν … το γράφει και ο Σεφέρης … Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε … Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη. Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας. Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη. Βρήκαμε τη στάχτη … μένει να ξαναβρούμε τη ζωή τώρα που δεν έχουμε πια τίποτε … Οικογένεια δε έχω … Όταν κόψεις τα κλαδιά από το αρρωστημένο δέντρο θα δεις να πέφτουν κάτω οι συγγενείς και οι απόγονοι.»

H κάμερα αποκαλύπτει την πιάτσα που κάνουν πεζοδρόμιο κάτι εγχρωμες γυναίκες. Μετά κοντινό πλάνο σ’ έναν μεγάλο σουγιά πάνω στίς κουβέρτες δίπλα στο μαξιλάρι που είναι στρωμένα πάνω στα χαρτόκουτα.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Που και που βρίσκω μια έγχρωμη πεταλούδα να περάσω μαζί της τη σκόπιμη λήθη και η κάμα στο κομοδίνο για παν ενδεχόμενο … Η ζωή είναι λέει γεμάτη από ωραίες στιγμές !!! (Γελάει σαρκαστικά) Για τους άλλους … τις δικές μας τις πουλήσαμε μαζί με τους φίλους … στην ανάγκη. Η Ελλάδα έχασε πια τη δραματική της υπόσταση.»

Απο ψηλά ο φακός με υποκειμενικό πλάνο παρακολουθεί τον δρόμο όπως τον βλέπει ο Μάνος. Κάτι ζευγάρια τουριστών χασκογελάνε ψιλομεθυσμένοι καθώς φεύγουν απο ένα μπαρ με ανοιχτό κήπο κάπου στο Μεταξουργείο.

ΜΑΝΟΣ

«Τουρίστες, τουρίστες, τουρίστες, selfie και παπαριές … Καλλίπυγες με άδεια κεφάλια και γυαλιά Vogue … Σουβλάκι, κολώνες, αρχαία, λίγη θάλασσα και τ’ αγόρι μου με λιγδωμένη βαρβατίλα … ελληνικό καλοκαίρι (σαρκαστικά)»

Η κάμερα τον κινηματογραφεί απο πάνω καθώς ο Μάνος συνεχίσει να πίνει απο το μπουκάλι και να τείνει με το άλλο χέρι το δάχτυλο προς τον ουρανό.

ΜΑΝΟΣ

(Δυνατά) «Το Φως ρε δεν βλέπετε … Το Φως !!! από εκεί ξεκινούν όλα … Απ’ το Φως !!! Ξεβρακωθήκαμε για τον Τουρισμό λες κ’ η Ελλάδα ανήκει στους τουρίστες … ξεβρακωθήκαμε με δάνεια στις τράπεζες … οι τράπεζες πούλησαν τον κόπο μας στους διαχειριστές και στους θεσμούς. Μας πιάσατε τον κώλο ρεεε ! Εκπλειστηριάστηκε όλο το βιός και η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες. Ξυπνάτε Ζωντόβολα !»

Παραληρεί και απο την ένταση σηκώνεται απότομα όρθιος.

ΜΑΝΟΣ

«Στο’χα πει να μην εμπιστεύεσαι ποτέ τον χασάπη με το λουλούδι στο πέτο. Δεν θέλουμε δάνεια ρεεε … Να μας ξεπληρώσετε το Φως που σας δανείσαμε θέλουμε. Άκρατος φιλελευθερισμός με κερασάκι τις επενδύσεις … Στυγνή εκμετάλλευση του τόπου μας, της γης μας, της κληρονομιά μας … και εμείς απλοί θεατές. Ο εξευτελισμός του ανθρώπου τόσα χρόνια δεν τους απασχόλησε … μόνο ο Κορωνοιός είναι γι’ αυτούς ο κραδασμός της κοινωνίας … ε ρεεε … Έγκλημα χωρίς Τιμωρία … Κατά τα λοιπά έξω πάμε καλά … Ρε ο πόλεμος δεν είναι εκεί που λένε … εδώ είναι και τον βιώνουμε κάθε μέρα καθώς στάζει το δηλητήριο … και κανείς δεν μιλάει … Ούτις …Καλά ρε, τώρα έμαθες ότι είμαστε αναλώσιμοι … εμείς του Ομήρου τα παιδιά! Αυτό δεν έχουν οι θεσμοί … Καταγωγή! (μεγάλη παύση) Πετρέλαιο λέει δεν θάχουμε … λες κι’ χα ποτές μου … Ανδρείκελα των νημάτων τιποτένια, μαστουρωμένα από εφήμερη έπαρση … καρικατούρες … λαοπλάνοι … εγκληματίες πουλημένοι … Χαρτόνια κ’ εφημερίδες το κρεβάτι μου … Άκου πετρέλαιο … Το καλοκαίρι για δροσιά να’ναι καλά τα συντριβάνια στα πάρκα … Μπινέδες …Φτιάξανε λέει ξενοδοχεία για τους άστεγους με 2 ευρώ την ημέρα … τι λε ρεε … τι είναι 2 ευρώ … 700 δραχμές … μ’ αυτά τρώγαμε μια βδομάδα … για λογάριασε …»

Timelapse άδειας πόλης τον Αύγουστο. Ξεκινά μια πτήση με drone όπου η κάμερα περνά πάνω απο ένα καλοκαιρινό σινεμά καθώς παίζει μια ταινία με άδειες καρέκλες χωρίς θεατές.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Πως τα’ κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα … πάντα διαχρονικός ο Γκάτσος.»

Το πλάνο συνεχίζει απο ψηλά μες τη νύχτα και καθώς η κάμερα πλησιάζει το εγκαταλειμμένο κτήριο, βλέπουμε τον Μάνο ξαπλωμένο ανάσκελα καταγής κοιτάζοντας τον ουρανό. Την έχει ακούσει απο το αλκοόλ.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Δε βγαίνουν τα κουκιά της αξιοπρέπειας»

«Καργιόληδες … Συχωράτε με, μα δεν νταγιαντώ η κακοήθεια της ζωής να γίνεται σεμνοτυφία της γλώσσας … το ‘πε και ο θεός ο Παπαδιαμάντης … Τον κόψαν κι αυτόν απο τα σχολεία στο βωμό της ειδικότητας …Μάθε παιδί μου ειδικότητα να δουλέψεις να πληρώνεις φόρους … καταναλωτή … στρατιωτάκι … είλωτα !!! Μόνο πρόσεξε μην διαβάζεις παραπάνω και καταλάβεις περισσότερα και προπάντων μην κοιτάξεις παραπέρα … το κινητό σου να κοιτάς γελοίε … Αυτό είναι το μόνο σου πορτραίτο … μ’ ακούς το μόνο σου πορτραίτο !!! (μεγάλη παύση) Η υπογενητικότητα λέει τους απασχολεί μη και δεν εισπράξουν.»

Aρχίζει μια ιεροτελεστία όπου με δραματικότητα λύνει τα κορδόνια των παππουτσιών του και ξεκουμπώνει το πουκάμισό του.

ΜΑΝΟΣ

«Αμ για ν’ ασχοληθείς με τα κοινά πρέπει να είσαι μέτριος σ’ αυτό που κάνεις στη ζωή. Το λέω εγώ που δεν εργάστηκα ποτέ. Το να υπάρχεις … είναι πολλές φορές αρκετό.»

Βγάζει τα παπούτσια του σιγά – σιγά. Μετά πίνει μια γουλιά ακόμα απο το μπουκάλι με το τσίπουρο και έπειτα γράφει πάλι στο τεφτέρι.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Χθές βράδυ είδα στον καθρέπτη μιαν αρκούδα βλογιοκομμένη να σέρνει αλυσοδεμένους τους τσιγγάνους … δε βαριέσαι κάποτε θ’ άρθει η κάθαρση.»

(V.O.) «Τα ποιήματά μου τ’ άφησα έκθετα όξω από την πόρτα ενός εκδοτικού οίκου … Καμιά ματαιοδοξία … (μεγάλη παύση). Το ναυπάρχεις είναι ήδη αρκετό … κι’ όσο αντέξεις. Δε βαριέσαι … Τα ανολοκλήρωτα έργα, ολοκληρώνονται μόνα τους με τον χρόνο!»

H κάμερα μας αποκαλύπτει το ξημέρωμα και σε πρώτο πλάνο μια στοίβα βιβλία αφημένα έξω απο μιαν όμορφη πόρτα ενός νεοκλασσικού κτηρίου κάπου στα Εξάρχεια. Στο βάθος η σκιά ενός άνδρα απομακρύνεται.

(V.O.) «Ο Εγγονόπουλος είπε πως η Τέχνη και η Ποίηση μας βοηθούν να πεθάνουμε! Δίκιο είχε …»

Πίνει μια ακόμα γουλιά και συνεχίζει το γράψιμο. Που και που σταματά και κοιτάζει τον ουρανό.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Στην Αρχαία Ελλάδα μάθαιναν τον άνθρωπο ότι γεννιέται, μεγαλώνει, μορφώνετε, πολεμάει, ερωτεύεται, κάνει απογόνους, πότε γελάει, πότε κλαίει, μελαγχολεί, γερνάει και τέλος πεθαίνει. Εκεί τελειώνει το παραμύθι …»

(V.O.) «Περιουσία δεν έχω … Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες … παίρνεις μαζί σου μόνον τη σοφία σου … Γυμνός ήρθα και γυμνός θα φύγω.»

Κλείνει το τεφτέρι του και μετά σιγά – σιγά πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο που κείται διπλα στο μαξιλάρι του, πάνω σε μια μικρή στοίβα με άλλα ταλαιπωρημένα απο τον χρόνο βιβλία.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Μόνο αυτό θ’ αφήσω … για χαρτζιλίκι σε αυτούς που θα με μαζέψουν … κι’ο Καρυωτάκης πριν την κάνει ένα πουρμπουάρ άφησε στο γκαρσόνι …»

Πίνει μια ακόμα γουλιά αλκοολ και κοιτάζει το εξώφυλλο του βιβλίου που απο τα χρόνια έχει ξεθωριάσει.

ΜΑΝΟΣ

“Το Παράπονο του Νεκροθάφτη” Εμμανουήλ Ροΐδης … “Όσο πιο εύκολα πιστεύουμε λέει και ταχύτερα λησμονούμε τόσο μεγαλύτερη είναι η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν.” (γελάει σαρκαστικά) … Τίποτε δεν άλλαξε από τότε στο ψυχιατρείο της κοινωνίας … κι’ ούτε θ’ αλλάξει … Το’ χε δει το έργο !»

Έχει σηκωθεί όρθιος. Η κάμερα τον παρατηρεί απο τη μέση και πάνω. Κοιτάει κατάματα τον φακό.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Γλιστράει ακόμα το λυκόφως απ’ τα χέρια μου μα η κλεψύδρα έμεινε από άμμο … μισή ντροπή δική σας.»

Το βλέπουμε με στυλωμένο το βλέμμα ευθεία μπροστά του να κάνει μια διεργασία πιο χαμηλά που δεν βλέπουμε. Μάλλον λύνει τη ζώνη του και ξεβρακώνεται απο το παντελόνι του.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Μην περιμένεις ποτέ το θάνατό σου … Σου ανήκει !»

Βγάζει αργά το πουκάμισό του.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Τον κερδίζεις από το ζυμάρι της ζωής που έπλασες … μόνο μην υπερεκτιμήσεις τη σημασία της αποχώρησής σου.»

Τον βλέπουμε προφίλ σε κοντινό απο τη μέση και πάνω όπου κάτι μοιάζει να πετάει με το χέρι του. Είναι θεόγυμνος.

Υποκειμενικό πλάνο καθώς πλησιάζει τα ξυπόλητα πόδια του σύριζα στο χείλος της γυμνής απο κάγκελα ταράτσας.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «Η έλλειψη τόλμης … οδηγεί στη μετριότητα …»

Κοιτάζει ψηλά, μετά αργά ευθεία μπροστά, μετά στρίβει το κεφάλι του προς την κάμερα.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) «… εγώ τον απολογισμό μου τον έκανα.»

Βλέπουμε το πουκάμισο του σε αργή κίνηση να πετά στο κενό καθώς το παίρνει ο αέρας πάνω απο τα σπίτια. Αρχίζει να χαράζει πάνω απο την πόλη.

ΜΑΝΟΣ

(V.O.) (Με ήρεμη φωνή) «… Αυλαία … Έξοδος!»

Ακούγεται ένας έντονος γδούπος, μερικά χελιδόνια αναστατώνονται και πετούν όσο το κάδρο ακολουθεί το πουκάμισο μέχρι αυτό να καταλήξει στη γη.

Το πλάνο σβύνει ενώ ακούγονται ο άνεμος και οι πρωινοί ήχοι της πόλης.

FADE OUT:


5 EΞΤ. ΕΡΗΜΟΣ ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΣ – ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ – ΑΘΗΝΑ – ΠΡΩΙ 5

Η κάμερα στο έδαφος αποκαλύπτει το βιβλίο του Ροΐδη σε πρώτο πλάνο. Στο βάθος είναι φλουταρισμένο το κάδρο. Εκεί κάποιοι περαστικοί με γυρισμένη την πλάτη στο φακό είναι σκυμένοι και προφανώς κοιτάζουν το άψυχο σώμα του Μάνου. Ένα 15χρονο παιδί περπατά προς τον φακό κρατώντας το ποδήλατό του. Αδιαφορεί για το τι συμβαίνει στο φόντο του κάδρου. Σταματά και σηκώνει το βιβλίο.

CUT TO:

Στο κάδρο εμφανίζεται το ίδιο παδί να κάθεται σε ένα παγκάκι με την πλάτη γυρισμένη στο φακό μπροστα στα έρημα νεοκλασσικά της οδού Σαλαμίνος. Ύστερα σε κοντινό πλάνο παρακολουθούμε το χέρι του παιδιού ν’ ανοίγει το βιβλίο. Βλέπουμε στο εσώφυλλο μια σημείωση του Μάνου η οποία γράφει:: “ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ ”

CUT TO:

H ρόδα ενός ποδηλάτου που είναι ξαπλωμένο στη γη ακόμα γυρίζει. Η σκιά της ρόδας διαγράφεται στούς κυβόλιθους του έρημου πεζόδρομου.

FADE OUT:

Πέφτουν οι τίτλοι τέλους σε μαύρο φόντο.

FADE OUT:

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

—————————————————————————————————————-